Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Έργα του ίδιου στις διευθύνσεις:
1.    http://agrafivths.blogspot.com

Ο αυτόχειρας (μονόπρακτο)


2.    http://kthnvdia.blogspot.com

Η Βιβλιοθήκη-γιατί δεν άνοιξε (σατιρικό μονόπρακτο)


3.    http://pneymatoktonoi.blogspot.com

Απολιθώματα του παλαιοζωικού αιώνα(στίχοι)


4.    http://giortomeres.blogspot.com
α. Μέρες αφιερωμένες (στίχοι)
β. Πατρίδα (στίχοι)

5.    http://epeteiakos.blogspot.com
α. ΜΑΡΙΆΝΝΑ (θεατρικό)
β. God, Jerusalem, Jews (στίχοι στ’ Αγγλικά)

6.    http://dosilogismos.blogspot.com
 Γράμμα στην Ακαδημία και στο Υπουργείο Παιδείας (σάτιρα)

7.    http://pvrvmenoi.blogspot.com 
1.    Συνέντευξη με Φλωρίδη (σάτιρα)
2.    συζήτηση με Τατούλη (σάτιρα)
3.    Η συνεδρίαση (σάτιρα)

   8.  http://syneytyxhs.blogspot.com
Τριτογένεια (στίχοι)

9. http://euarmostos.blogspot.com
Πολυδέγμων (στίχοι)


10. http://lipokteanos.blogspot.com
Χαμένο (στίχοι)


11. http://tajifyllos.blogspot.com 
Το τρίτο βιβλίο (στίχοι)


12. http://lypisilogos.blogspot.com
Το εργοστάσιο (μονόπρακτο)

13.  http://koykoyloforoi.blogspot.com
Ύμνος κουκουλοφόρων (στίχοι)


14. http://dusolisthos.blogspot.com
 Η σφαίρα (μονόπρακτο)


15. http://pantogonos.blogspot.com
Αμβολογήρα (στίχοι)


16. http://pantarkhs.blogspot.com
Μαρία (μονόπρακτο)

17. http://diatranos.blogspot.com
 1. Χώρος (μονόπρακτο)
2. Εξομολογήσεις (εύθυμο μονόπρακτο)



18. http://argyreuths.blogspot.com
Το όνειρο (έμμετρο μονόπρακτο)


19. http://anarktos.blogspot.com 
Εριλή (έμμετρο μονόπρακτο)


20. http://prvtothroos.blogspot.com 
Λώθα (έμμετρο θεατρικό)


21. http://idanos.blogspot.com 
Ο βιασμός (μονόπρακτο)


22. http://polypistos.blogspot.com
Ο θρήνος (μονόπρακτο)


23. http://akataseistos.blogspot.com
Το ξύλο (μονόπρακτο)


24. http://kartellin.blogspot.com
Πολύφημος (έμμετρο μονόπρακτο)


25. http://mellouanatos.blogspot.com
Οι καταραμένοι (μονόπρακτο)


26. http://jexasmenos.blogspot.com 
Ο εθνάρχης (θεατρικό)


27. http://katarrevn.blogspot.com
Αμερικάνικα (στίχοι)


28. http://laurobios.blogspot.com
Ψυχή ή μετά μία επίσκεψη στο ελληνικό Προξενείο του Λος Άντζελες (στίχοι)


29. http://ycipnoia.blogspot.com
Οι πραγματικές ελληνίδες κουμουνίστριες (στίχοι)


30. http://askraios.blogspot.com 
2. Έργα και Ημέρες (δεκαπεντασύλλαβη μετάφραση του ομώνυμου έργου του Ησίοδου)


31. http://periklakos.blogspot.com 
1. ΔΊΝΑ ή ΔΕΊΝΑ (θεατρικό)
2. Ο επιτάφιος του επιτάφιου του Περικλή (πεζό)


32. http://dystyhellhn.blogspot.com
Ένα ματσάκι αγριολούλουδα από αυτά που φυτρώνουν πλούσια στην πατρίδα μας (στίχοι)


33. http://fagaideniko.blogspot.com 
Έλκος θανατηφόρο (ένα όχι καλό μονόπρακτο)


34. http://hliuiothta.blogspot.com
α. Ανίσα (μονόπρακτο)
β. Περιβαλλοντικά ή οι ηλίθιοι (πεζό)

35. http://empauhtikost.blogspot.com
 Τα άριμα ή Μπαλαρίνες (στίχοι)


36. http://diaskedastika.blogspot.com
Θάλεια (εύθυμοι στίχοι)


37. http://alejenas.blogspot.com
Αλέξανδρος Α΄ο Φιλέλλην (έμμετρο θεατρικό σε δεκαπέντε ανοίγματα)


38. http://realistikos.blogspot.com 
Η κοινωνία που έρχεται (διάλογος, πεζό)


39. http://asansoyori.blogspot.com 
Το ασανσέρ ή Η Κορίννα (μονόπρακτο)


40. http://prvtogonismos.blogspot.com 
Νικολίτσα (στίχοι)


41. http://polysyllektikadyo.blogspot.com
Ελλάδα, ο κατά φαντασίαν υγιής (η αλήθεια ωμή-πεζό)


42. http://trisanarithmos.blogspot.com 
α. Πόρνη ή η κατά Χολιαστόν Δημιουργία (έμμετρο θεατρικό, απόσπασμα)
β. Συμβούλιο Θεών (διάλογος, πεζό)
   
43. http://vraiopaghs.blogspot.com
Παλαίθετα Γ΄ (στίχοι)

44. http://mariakiouri.blogspot.com
Διάφορα Α΄
1. Ζωοφιλία (διάλογος)
2. Ο Καρυωτάκης και οι γυναίκες (πεζό)
3. Σύγχρονη αγάπη (έμμετρη σάτιρα)
4. Χριστός (πεζοποίημα)


45. http:// ntiferentsia.blogspot.com
Διάφορα Β΄
1. Ήλιος με χιόνι (διάλογος)
2. Πτίτσα  (ανάλυση μιας λέξης)
3. Ο μετεωρίτης (διάλογος)
4. Αναγνωστοπούλου Χριστίνα (πεζοποίημα)
5. Φλώρα ή Στο καλύβι (μονόλογος)

46. http://prvtoleios.blogspot.com 
Παλαίθετα Α΄ (στίχοι)


47. http://axerousios.blogspot.com 
Τα σονέτα της κυρίας Ρωρερκάρ (σονέτα)


48. http://palaiotata.blogspot.com
Παλαίθετα Β΄ (στίχοι)


49. http://prvikarpost.blogspot.com 
Σύμμικτα Γ΄ (στίχοι)


50. http://ceysistyj.blogspot.com 
Σύμμικτα Β΄ (στίχοι)


51. http://katabainvn.blogspot.com 
Ποιήματα της κυρίας Ρωρερκάρ


52. http://diaforetika.blogspot.com 
Διηγήματα
1. Τα χρέη
2. Έγκλημα στην επαρχία
3. Η μόνη (μέχρι τώρα) της ζωής μου περιπέτεια
4. Ο πολιτισμός αρχίζει από το λεωφορείο
5. Τζελσομίνα ή Το δικαίωμα στην αγάπη.


53. http://perivlepvn.blogspot.com 
Λούσυ (έμμετρο θεατρικό –σκηνή πρώτη)


54. http://palaioliuikos.blogspot.com 
από τα παλιά (τετράδιο πρώτο και δεύτερο-στίχοι)


55. http://eleyueros.blogspot.com
Γενικώς πολιτικά (πολιτική σάτιρα)


56. http://kryptoperigraptos.blogspot.com
(ιδέες και σχόλια-έμμετρα και πεζά)


57. http://sygkrathmenos.blogspot.com
Υποθήκες στα ελληνόπουλα (έμμετρο)


58. http://synidiokthths.blogspot.com 
Γκλέναρβον (στίχοι)


59. http://kioutahhs.blogspot.com
1. Η ζητιάνα (έμμετρο μονόπρακτο)
2. Ντόρα (στίχοι, αποσπάσματα)

60. http://apegnvsmenos.blohgspot.com
1. Βίκυ (στίχοι)
2. 2000 χρόνια χριστιανισμού
3. Αγαπητοί ισπανοί



61. http://rvmanikos.blogspot.com
1. Αγάπες και έρωτες (μονόπρακτο)
2. Ύμνοι Μεγάλης Παρασκευής (έμμετρη μετάφραση, αποσπάσματα)


62. http://prvikarpos.blogspot.com 
Σύμμικτα Α΄ (στίχοι)


63. http://leptognwmwn.blogspot.com 
Μαστρόπιον Ελλάς (πολιτική σάτιρα)


64. http://filogaios.blogspot.com 
 Έντορνα (στίχοι και πεζά)


65. http://pornofyllada.blogspot.com
Κύρια άρθρα «Καθημερινής»-κριτική


66. http://amfibioeidhs.blogspot.com 
Εξορίας Α΄ (στίχοι)


67. http://jegrammenos.blogspot.com
Εξορίας Β΄ (στίχοι)


68. http://polysyllektikaena.blogspot.com 
Υπολοιπόμενα πρώτο (στίχοι)


69. http://enuymhma.blogspot.com
Μορφές (στίχοι)


70. http://polysyllektikotria.blogspot.com 
1. Γένεση δεκαπεντασύλλαβη (έμμετρη μετάφραση, η πρώτη σελίδα)
2. Ιερεμίας δεκαπεντεσύλλαβος (έμμετρη μετάφραση, η πρώτη σελίδα)
3. Ένα παραμύθι
4. πρόεδρος δημοκρατίας
5. κάλαντα 2010 (σάτιρα)
6. Κάτι για πυρκαγιές και τα πορνοκανάλια

71. http://kekrymmenos.blogspot.com
1. Θρησκευτικά ποιήματα (στίχοι)
 2. Χριστούγεννα ώρα μηδέν (μονόπρακτο)

72. http://proeklogikos.blogspot.com
Παλιά προεκλογικά

73. http://plhuvrikos.blogspot.com
SCHERRY (στίχοι)

74. http://gerekakhs.blogspot.com
Αν-αδελφικά (στίχοι)
Ένας παράξενος άνθρωπος (μονόπρακτο)
Η τριανταφυλλιά (μονόπρακτο)

75. http://spartiatikoy.blogspot.com
Καραϊσκάκης (δύο μικρά αποσπάσματα από το οχτακοσίων ογδόντα σελίδων έργο-έμμετρο, έντεκα-και δεκαπεντασύλλαβο)

76. http://ajestanurvpoi.blogspot.com
 Όταν πέφτουνε οι μάσκες-πεζό



























Στα παρακάτω δέκα τέσσερα μπλογκς θα μπαίνουν λίγα λίγα όσα γραφτά (πεζά ή στίχοι) τώρα βρίσκονται σκόρπια στους φακέλους μου του Word, καθώς και όσα έργα μου δημιουργούνται από σήμερα κι εμπρός.
Μικρά μεγάλα, καλά ή όχι, έξυπνα ή χαζά, σκουπίδια ή κομψοτεχνήματα, πεζά ή στίχοι, ξαναειδωμένα ή όχι αφότου γράφτηκαν, «επεξεργασμένα» ή όχι, αφού ο χώρος του ίντερνετ είναι άπειρος, δε θα τα πετάξω.
 Έτσι, αφού ζω μόνος και κανένας δεν βρίσκεται που να μαρτυρήσει ότι υπήρξα κι εγώ πάνω στον πλανήτη γη, αυτό θα το μαρτυράνε οι ιστοσελίδες μου.
Μπορεί μια σωτηρία-ανταμοιβή να έρθει κάποτε από μόνο το γεγονός ότι ζήσαμε στην κόλαση γη-στην περίπτωση αυτή ας διευκολύνω τον κριτή.

Εννοείται ότι δεν θα ενημερώνω για το περιεχόμενό τους, μιας και αυτό θα αλλάζει συχνά. 
Λόγω του όγκου των γραφτών μου και ως εκ τούτου της δυσκολίας χειρισμού τους, μπορεί να μπουν σε αυτά τα μπλογκς γραφτά που έχουν μπει και σε άλλα.  
Το σίγουρο είναι ότι όσα και να μπουν θα έχουν και πάλι παραλειφθεί πολλά.



α. http://rvrerkarios.blogspot.com

β. http://prvtoporos.blogspot.com 

γ. http://profhtikos.blogspot.com 

δ. http://anekfrastos.blogspot.com

ε. http://saridario.blogspot.com

στ. http://filalhuhs.blogspot.com
ζ. http://proedrokaphlos.blogspot.com 
η. http://kalentarhs.blogspot.com
θ. http://xatzhmpravos.blogspot.com
ι. http://megageloioi.blogspot.com

ια.   http://kolomeraellada.blogspot.com

ιβ. http://fasistop.blogspot.com

ιγ. http://brvmeroi.blogspot.com

ιδ. http://alithrioi.blogspot.com












Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

αμερικανικα

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ







ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι

και "όχι" ,μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις
μας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα'
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις-
εκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".





ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ

(25-2-96,LITTLE ROCK)



Τον είδα.
Μες στο χιόνι που έπεφτε πυκνό
έμοιαζε άγγελος αγάπης.
Μου χαμογέλασε
μ' αντίς για δόντια δυο σειρές χιονονιφάδες.
Έλαμπε σαν παιδί ευτυχισμένο.
Πέρασε αργά μπροστά από τ' αυτοκίνητό μας
(η Λώρα πάτησε το φρένο και "τι καιρός!",είπε)

Τον κοίταξα ερωτηματικά.
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι.
Τα χείλια του σχημάτισαν δυο λέξεις: "όχι ακόμα".
Μετά, γελώντας μου συνέχεια,
χωρίς να βλέπει προς τα κει
και με κινήσεις σίγουρες
αν κι απαλές
και σαν βαριεστημένες
με το δεξί του χέρι έσπρωξε στο δρόμο τον πεζό
ενώ έβαζε τ' αριστερό μπροστά στα μάτια
του γέρου που οδηγούσε πλάι μας.

Το σώμα έπεσε βαρύ μέσα στη νύχτα.
Σταμάτησαν πολλοί.
Κατέβηκα.
Κάποιος σκέπασε το κορμί με μια κουβέρτα-
"είναι νεκρός", είπε.

Εκείνος
περνώντας μέσα απ' όλους
μου 'γνεφε με το χέρι φιλικά,
και γελαστά συνέχεια βλέποντάς με
χάθηκε μες στο χιόνι που έπεφτε βουβό
δίνοντας σ' όσα γίνανε,
όπως χαλί στα βήματα,
μιαν αίσθησιν αλλόδημη
αναστολής και άπνοιας.






ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ


Οι μνήμες είναι κοντινές
μηνών μονάχα
μα φαίνεται το νόημα
έχει μεγαλώσει
της ζωής
και πρέπει-
ήρθ' ο καιρός-
κάπως να τις ακουμπήσω.

Πρέπει στις μέρες να γυρίσω
που ασφαλώς
δεν βλέπει
κανείς
με αγάπη τόση
αλλά το χαδολόγημα
θα 'θελα να 'χα
από μέρες έστω αλγεινές

παρά της νύχτας την διαρκή
εμπιστοσύνη
που δεν αφήνει
χώρο στην αίσθηση επαρκή.








ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ

Κώστα εβιάστηκες να φύγεις απ' ανάμεσά μας-
να μας αφήσεις.

Ήταν κι αυτή μία 'πο κείνες
τις αποφάσεις σου τις ξαφνικές
που όπως βότσαλα αναπάντεχα
ταράζαν κάποτε
την ήσυχη της συντροφιάς μας λίμνη.

Τη βάρκα έλυσες της ευθυμίας
και μόνος κι άξιος κυβερνήτης της
ταξίδεψες μες στους αιθέρες
γελώντας κι αστεϊζόμενος.

Οι τελευταίες σου λέξεις-κι ας μην τις άκουσα-
ήταν βεβαίως
"Λοιπόν...εγώ φεύγω!"
και ειπωθήκαν με τόνο θυμωμένο προσποιητά
πως είχες τάχα εξαιτίας μας αργήσει`
μα βγαίνοντας από τα χείλη
παράδωσαν το στόμα αμέσως
στην έκφραση του αθώου γέλιου
για να μη κάποιος γελαστεί
και φανταστεί ότι για μια φορά μονάχα
εθύμωσες πραγματικά.

Έφυγες Κώστα βιαστικά. Τώρα
όταν μας πνίγει το άπρεπο
εσένα θα θυμόμαστε
καθώς αδύναμοι θα υπομένουμε.

Τώρα όταν πιάνου μελωδία θ' ακούμε
να χορεύουνε θα φανταζόμαστε
πάνω στα πλήκτρα τα δάχτυλά σου
μακριά, λεπτά και διάφανα
σαν πάντα αυτά να ζούσαν
όπου, τώρα, όλος πήγες.

Τώρα
όταν οι σβησμένες νύχτες μάς αλώνουν
στη μνήμη θα 'ρχονται κάτι αξέγνοιαστες βραδιές
πριν απ' το μάθημα χορού
ή πριν από το βραδινό εργαστήριο-
βραδιές γεμάτες από σένα
κι απ' ό, τι μας εχάριζε
η απέραντη επιείκειά σου.

Τώρα
τα σώματα των κοριτσιών
που αγκάλιαζες ολοένα
στέκουν ακίνητα δίπλα στο σχήμα του αέρα
που άφησες φεύγοντας.
Ένα ένα κάθονται στα γόνατά σου.
Βλέπουμε καθαρά το κενό στους γλουτούς τους ανάμεσα
και στην καρέκλα σου.
Ύστερα
καθώς το κορμί σου δεν τις πλησιάζει
και το στόμα σου δε σκύβει στ' αυτί τους
για να τους ψιθυρίσει
αυτές γίνονται ξερά φύλλα δάφνης
ευωδιάζοντα.

Αν, Κώστα, δε σ' είχαμε γνωρίσει
τα λίγα τούτα λόγια θ' απευθύνονταν
σ' αυτό που βάλσαμο στις πληγές μας-
τις κάθε είδους πληγές-
η γλυκιά κι ανόθευτη παρουσία του ήταν.

Κώστα
η μνήμη σου δεν είναι άλλο
από μαργαρίτες ολάσπρες
φυτρωμένες όπου το πόδι σου ακούμπησε
αποθεμένες όπου η καλοσύνη σου έλαμψε,
καλύπτοντας αδέξια ό, τι σε θυμίζει.

Κώστα
εκεί που ξέγνοιαστος κι αθώος
και σαν μεθυσμένος από μύρα πας
να μας θυμάσαι.

Γιατί σ' αγαπούσαμε.








ΤΖΟΥΛΙΑ

Η Τζούλια η εβδομηντάχρονη είναι πρόσχαρη.
Η Τζούλια είναι αλαφροπάτητη και πάντα γελαστή.
Η Τζούλια έχει ένα μυστήριο μες στα μάτια της να λάμπει.

Η Τζούλια η εβδομηντάχρονη
στα κόκκινα ντυμένη μας πλησιάζει
κι ακροπατώντας
σαν πουλί γύρω μας πετάει.

Και κάθε βήμα της τήνε λικνίζει.

Κι αφού τον γύρο συμπληρώσει, στέκει μπρος μας
και κάτι ασήμαντο και σαν τυχαίο δηλώνει κάτι-
ας πούμε: "Σήμερα δεν έβρεξε".

Πόρνη δεν ήταν η Θαίς κι η Κλεοπάτρα
που με μισθούς παχείς δινόνταν στον καθένα-
πόρνη είναι η Τζούλια η ανυστερόβουλη
που όπως ο αέρας όλους ζει,
έτσι κι αυτή χωρίς να ξέρει τίποτε για πορτοφόλια
ηλικίες κι αξιώματα
μας περιβάλλει με την πορνική της αύρα
θεσπέσιο άρωμα ζωογόνο.

Πόρνη δεν είναι η δεκατετράχρονη του Πέραν
ούτε η δεκάχρονη του Τζιμπουντί
πόρνη είν' η Τζούλια η εβδομηντάχρονη
η Τζούλια η ψυχή του Έρωτα
που αρκεί μόνο κανένας να τη δει
και να χαθεί όπως σε κρεβάτι του χαμού την ώρα,
να εξυψωθεί σαν σε βωμό σε ώρα προσευχής,
να βυθιστεί στη γέννα του αδιάφθορος.

Πόρνη δεν είναι η γυναίκα που σε τρώει'
πόρνη είναι η γυναίκα που σε βλέπει μόνο
κι αναλώνεσαι.

Η μόνη πόρνη είναι η Τζούλια και γι αυτό
η μόνη ποθητή κι αγαπημένη.
Η μόνη λατρευτή.

Η μόνη πόρνη είναι η Τζούλια και γι αυτό
η μόνη είναι Γυναίκα.






Η ΣΤΡΟΦΙΓΓΑ

Και ξαφνικά από δέρμα αποτελούμαι μόνο.
Εντός μου, όπου θα 'πρεπε
τα Όργανα και τα Συστήματα να βρίσκονται
κενό το απόλυτο
χωρίς ελαστικότητα, χωρίς επιείκεια.

Από συνήθεια κάνω τις κινήσεις της αναπνοής-
τίποτα μέσα μου δεν μπαίνει`
χωρίς εγκέφαλο πώς σκέφτομαι;
χωρίς οστά και μύες πώς κινούμαι;

Το δέρμα μου το διατηρεί ζεστό κάποιος μηχανισμός
που πάνω στο ίδιο εδράζεται το δέρμα.

Στη θέση των ματιών
δυο ιριδιζουσών πομφολύγων το τοίχωμα έρπει.

Κινήσεις γραφής το δεξί μου χέρι κάνει
και το αριστερό πλήρες κενού το χαρτί σφίγγει.
Ώρες ώρες θαρρώ πως έτοιμος να σηκωθώ είμαι
αλλά του μολυβιού το βάρος έρμα
και με συγκρατεί.

Κι ενώ από μήνες έχεις φύγει
χωρίς να δώσεις έκτοτε σημεία ζωής
ανοίγεις τώρα την πόρτα του δωματίου μου
και με μαλώνεις: "πάλι τα ίδια;
άνοιξε τη στρόφιγγα αμέσως!"

Προσποιούμαι πως δε σε άκουσα ή δε σε είδα.

Αποφασιστικά έρχεσαι και κατεβάζεις ένα μικρό μοχλό
που τώρα καταλαβαίνω πως υπάρχει στο σημείο
που αντιστοιχεί στη μετωπιαία πηγή`
με στήνεις ύστερα όρθιον και με γεμίζεις
με θλίψη μέχρι τα ριζομήρια
από κει μέχρι το λαιμό με αγάπη
και ύστερα με αμφιβολία ως επάνω.









Η ΣΦΑΙΡΑ


Με χαρά θα δεχόμουνα μία σφαίρα στο στήθος.
Θα με πήγαιναν γρήγορα στο ζεστό χειρουργείο
κι οι γιατροί θα με άνοιγαν βιαστικοί ως συνήθως
μες στις σάρκες μου χώνοντας το μαχαίρι το κρύο.

Με χαρά θα δεχόμουνα μία σφαίρα στο στήθος.
Συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, να με δούνε θα 'ρχόνταν
και η έγνοια για όλο κείνο θα 'μουν το πλήθος
ενώ η πριν ύπαρξή μου στην αφάνεια χανόνταν.






ΟΙ ΠΑΡΩΠΙΔΕΣ


Θα δεις γυρνώντας δω και κει
όσα ποτέ δεν είδες
αν ένα ωραίο πρωινό
βγάλεις τις παρωπίδες.

Να οι άδικοι που πέρναγαν
για δίκαιοι-τώρα μοιάζουν
ο,τ' ειν' αλήθεια: κλέφταροι
τον κόπο μας που αρπάζουν.

Η κοπελιά η σεμνότυφη
ένα κοινό πορνίδιο
και ο παπάς με το φονιά
μητρώο έχουν ίδιο.

Η σύζυγος η τίμια
στην ατιμία χωμένη
κι η οικογένεια που ευτυχεί-
κρίμα-δυστυχισμένη.

Όσιος ο φαύλος-ο έξυπνος
ηλίθιος-η παιδούλα
μια διεστραμμένη έκρυβε
στα στήθη της ψυχούλα.

Το φως σκοτάδι φοβερό.
Αθώος ο ισοβίτης.
Η μάνα για το κέφι της
πουλάει το παιδί της.

Ό,τι εφαινότανε σοφό
άσοφο τώρα-νάτο!
Κι ό,τι ωραίο, άσχημο'
κι ό,τι ν' αξίζει, σκάρτο.

Μακάριοι όσοι δεν έχουνε
περιέργειες υψηλές
και είναι οι παρωπίδες τους
στέριες-παντοτινές.

Ποτέ σας μη τις βγάλετε-
η συμβουλή μου να τη-
να μη θελήστε αληθινό
ποτέ να δείτε κάτι.









ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ
ΣΤΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ


Γυμνόστηθες Καρυάτιδες
γύψινες και στον τοίχο κολλημένες
τροφή για τους απάτριδες
μαζί με τις πατάτες τις ψημένες.

Ο γύψινος Ηνίοχος
ανάμεσα στα φρούτα και στο πιάνο
κι ο κύριος Αντίοχος
σκυφτός στα φοροχάρτια του επάνω.

Η Αθήνα στο Λος Άντζελες
με λιόλαδο τζατζίκι και κεφτέδες-
τι άλλο φίλε θα 'θελες
από ένα μαγαζί για εμιγκρέδες;

Ως και τα δυο αδιάφορα
γκαρσόνια που νυστάζανε λιγάκι
στο νεύμα του εστιάτορα
χορέψανε αυθόρμητα συρτάκι.









"FLOWERING PLANTS FLOURISHED
DURING THE PALEOCENE EPOCK.."
(NEW ENCYCLOPEDIA OF SCIENCE)


Φαντάσου το νιογέννητο χώμα να σκέπουν άνθη.
Φαντάσου χρωματόπνιχτα τα βάθη χαραδρών.
Φαντάσου την ατμόσφαιρα να μην πληγώνουν πάθη
ούτε τη γη πατημασιές ανθρώπινων ποδιών.

Φαντάσου ένας πρωτόφαντος ολανθισμένος κήπος
ναν' όλ' η γη' κατάπληκτα να μένουν τα πουλιά
και να υμνούν τον πλάστη τους δίχως το φόβο μήπως
δίποδα όντα λογικά τους κόψουν τη μιλιά.

Ή αν σε βολεί καλλίτερα φαντάσου μια παρθένα
(μπορείς ακόμα τάχατες έστω να φανταστείς;)-
μιαν ασυντρόφευτη, μικρή, χαρούμενη παρθένα
πριν ούτε ακόμα φαντασιά να είναι ο βιαστής.









ΝΑ ΦΑΕΙ ΚΑΤΙ

Κάθε ημέρα σχεδόν που πάω
στο εστιατόριο κάτι να φάω,
κάτι ασυνήθιστο γι Αμερική,
ένα ποδήλατο είν' εκεί.

Επειδή όλο λάσπη ξερή
γεμάτο είναι, γι αυτό μπορεί
λέω, ν' ανήκει σ' έναν εργάτη
που πάει και κείνος να φάει κάτι.










ΤΟΝ ΟΙΚΤΟ


Δε θα μ' αγγίξουνε λοιπόν εμένα της αγάπης
τα χάδια τ' απερίγραπτα που την ψυχή δονούνε.
Λόγια θερμά και τρυφερά ποτέ δε θα ειπωθούνε
για με' της προσδοκίας μου της μάταιας ο τάπης

που με φροντίδα περισσή από καιρό έχω στρώσει
και για στημόνι έχει φιλιά κι έχει αγκαλιές για υφάδι
θα μείνει απάτητος. Φριχτό θα μείνει ένα ρημάδι
το δώμα που εστόλισα μ' ευαισθησία τόση.

Τα παραθύρια του κλειστά θα 'ναι για πάντα όχι ίσως
για να μη βλέπουν μέσα του τ' αδιάκριτα τα μάτια
μα ως για τα μικρόσωμα κι αδύνατα πουλάκια
μένει κλειστή κι απρόσιτη μια μακρυσμένη νήσος.

Κανένα μύρο ακριβό κάποιας ωραίας κυρίας
αγορασμένο απ' το ψυχρό Λονδίνο ή το Παρίσι
τη ντελικάτη του οσμή επάνω δε θ' αφήσει
στο στήθος της εβένινης μικρής μου Βαλκυρίας.

Κι ούτε ποτέ απ' τα μικρά που τόσο μ' αναλώνουν
θα με τραβήξει της βαθιάς αγάπης ο μαγνήτης
για να γνωρίσω της χαράς τα μυστικά μαζί της
που ομορφαίνουν τη ζωή και την ψυχή φτερώνουν.

Μόνο θα στέκω εδώ χλωμός και θα μετρώ τις ώρες
που συντροφιά με το κενό θα κάνουν και με μένα
κι αργά αργά θα φεύγουνε σαν άδεια κάτι τραίνα
που σ' ακατοίκητες, ψυχρές, ξένες πηγαίνουν χώρες.

Και πάντα μέσα εγώ θα ζω σε μια φρικτή ρουτίνα
χωρίς καλά να ξέρω πού-πώς έγινε το λάθος
κι ενώ η φύτρα μου ήτανε η φλόγα και το πάθος
στου μηδενός τον όλεθρο πήγαν κι εγώ και κείνα.

Δε θα μ' αγγίξουν-όχι-εμέ τα χάδια της αγάπης.
Κρύος στο κρύο θα γυρνώ και μαύρος μες στο μαύρο
κι αν ψάξω μίσος μοναχά κι αδιαφορία θα 'βρω
καθώς τον οίκτο θα 'βρισκε αν έψαχνε ο διαβάτης.










ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ


Μικρό ή μεγάλο
σ' Ελλάδα ή σ' Αμερική
κάθε δημόσιο κτίριο είν' ένα άχαρο
άχαρο κτίριο. Η Λύπη
φτάνοντας στη γη
εκεί εδιάλεξε να κατοικήσει.

Οι άντρες που εργάζονται σ' αυτό
φορούν γραβάτα όπως πάντα στις κηδείες.

Οι κοπέλες ντυμένες σεμνά φουστανάκια.
Φιλάρεσκες' κι απ' όλες μία
λυμφατική
γλυκούλα, με δυσμηνόρροια.

Ο χώρος εργασίας κλειστός από παντού που λες
πώς ανασαίνουνε οι άνθρωποι αυτοί...

Ουρά μεγάλη και κουρασμένη
που ελίσσεται ανάμεσα σε σίδερα γυαλιστερά και σ' αλυσίδες
που καθορίζουν την πορεία προς το γκισέ.
Και το γκισέ μία μικρή σχισμή όλη κι όλη
απ' όπου και μπορούν μονάχα λόγια να περάσουν
στριμωχνόμενα κι αυτά στο κρύο γυαλί.

Και παντού,
σ' Αμερική κι Ελλάδα
των δημοσίων κτιρίων τα γραφεία γεμάτα με χαρτιά
και με παχείς φακέλους που όταν κλείνουνε
μετά 'πο τη συναλλαγή
μοιάζουν καθένας τους με στόμα δράκοντα που καταπίνει
την ανθρωπιά και την ουσία μας όλη.




ΕΡΥΘΡΟ

Θα χτίσω ένα ποίημα όχι με στίχο.
Θα χτίσω ένα ποίημα όχι με λέξη.
Θα χτίσω ένα ποίημα με πέτρινο τοίχο
θα φτιάξω ένα ποίημα γερό-για ν' αντέξει.

Τσιμέντο θα βάλω στην κάθε γωνιά του'
θα ντύσω με σίδερο την κάθε του κώχη'
θα φτιάξω ένα ποίημα που μόνο η θωριά του
του Χρόνου να κάνει να τρέμ' η απόχη.

Και όπως γερά εγώ θα 'χω χτίσει
θεμέλια, πατώματα, στέγη και τοίχους
αλήθεια πολύ-πιο πολύ θα κρατήσει
από τους σαθρούς-τους φτηνούς μου τους στίχους.

Σε κείνους που θα 'ρθουνε ας με θυμίζει
λοιπόν όχι οι στίχοι μου μα λίγο τσιμέντο..
μόνο ένα λουλούδι γλυκά που μυρίζει-
λουλούδι ερυθρό να του βάλω στο πέτο...







ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ


Απόβραδο.
Chatchworth Park.
Στην άμμο αποτυπώματα ποδιών' το μόνο που έχει μείνει
από έρωτες που άνθισαν
λίγο πριν έρθω εδώ και ακουμπήσω
στην έρμη τούτη πέτρα επάνω.

Αποτυπώματα ποδιών που πέρασαν
κορμιά στηρίζοντας αγκαλιασμένα'
που διάβηκαν αργά και παιχνιδίζοντας
σκορπίζοντας την άμμο που πατούσαν'

σχέδια που φτιάξαν μια μακριά γραμμή-
μιαν απαλή, γλυκόσυρτη γραμμή ευτυχισμένη
με κάπου κάπου κάτι βαθουλώματα
κι ένα φιλί στο πιο κρυφό τους μέρος.

Αποτυπώματα στεφανωμένα με υποσχέσεις
που κρυσταλλώσανε στο φως του δύοντος ηλίου
και τώρα ίπτανται σε σχήματα παράξενα
και λάμπουν μες στο σούρουπο και φέγγουν.


Σχήματα ερωτικά που αφέθηκαν στην άμμο
σαν χάδια σε κορμί αγαπημένο'
εικόνες που χαράχτηκαν γλυκές
λίγο πριν έρθω και ακουμπήσω εδώ
στην έρμη τούτη πέτρα επάνω.








ΞΕΡΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη'

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα"-
όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.







ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ-1992


Και γυρνάει η γη στο τρελό γαϊτανάκι του απείρου
και δεμένους μας σέρνουν γοργόνες και δράκοι
στο μονάχο υπάρχοντα κόσμο-του ονείρου.

Στο πανηγύρι τ' αϊ-Νικόλα
πολύχρωμα μπαλόνια'
άντρες που σεργιανίζουνε
μεταξύ πόσθης και βαλάνου τις ελπίδες τους
ανεξαργύρωτες εις τον αιώνα'
παιδιά που παίζουν κι όλο παίζουν
λες αύριο πρωί θα μεγαλώσουνε
και πια θα είν' αργά'
γυναίκες που κατάφορτες μ' ό,τι μπορούν
εκλιπαρούν μια κολακεία.

Κι αηδιασμένη κι ένοχη η γη
να σκύβει το κεφάλι
μπρος στ' αλλ' αστέρια που κοιτώντας την γελούν.

Και γυρνάει η γη στο τρελό γαϊτανάκι του απείρου
και δεμένους μας σέρνουν γοργόνες και δράκοι
στο μονάχο υπάρχοντα κόσμο-του ονείρου.


(Μες στο γραφείο του ναού οι παπάδες
μοιράζονται τα κέρδη από την πώληση
των ούζων και των σουβλακίων'
ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών
καθώς ανήκει κι η Δανία στο έθνος των δανών.)








ΣΤΟ ΓΟΡΙΛΛΑ
ΤΟΥ L.A. ZOO


Σύννους, μ' εμβρίθεια ως μ' εθώρεις
πήρα το βλέμμα μου μακριά-
όσα θωρώντας με μου ιστόρεις
μέσα στο πνεύμα μου βαθιά σπαθιά,

που ως απ' το χώμα προς το χώμα
;eρχoνταν μες στην αντηλιά
μου πελεκούσε τ' όρθιο σώμα
και μου σταμάταγε τη νια μιλιά.

Και στη σκληρή πάνω λεπίδα
η σχέση έλαμπε η σωστή:
μέσα στου κήπου την παγίδα
οι άνθρωποι είχαμε κλειστεί

και συ εμάς παρατηρούσες
κι όχι εσένα εγώ κι αυτοί'
και συ το ύφος μας μετρούσες
πρόγονε, απόγονε, συμπορευτή.







Η ΠΑΡΑΙΗΗΣΗ


Σήμερα θα' ρθω όχι όπως πρώτα
με ρόδα και με δάφνες στολισμένος-
σήμερα θα 'ρθω με τα χνώτα
του μίσους και του σκότους τυλιγμένος.

Δε θα 'χω σήμερα γιρλάντες
πλεγμένες από φως κι από λουλούδια
και του θανάτου τις μπαλάντες
θα λέω αντίς χαρούμενα τραγούδια.

Σήμερα θα 'χω της ελπίδας
το σάπιο το κορμί στην αγκαλιά μου
κι ούτε το φως μιας ηλιαχτίδας
δε θα φωτίζει τα μαλλιά μου.

Το στόμα θα 'χω σφραγισμένο
με κρύα νεκροφιλήματα και θα 'χω
επάνω στ' όνειρό μου το θαμμένο
κυλήσει του χαμού το μέγα βράχο.

Και ττότε εγώ να δω ποια θλίψη-
ποια λύπη θα μπορεί να με πληγώσει-
ποια θύελλα θα μ' έφτανε στα ύψη
που μ' έχει η Παραίτηση ανυψώσει.

Και τότε εγώ να δω ποιο κάλλος
μπορεί να συγκριθεί με το δικό μου'
και τότε εγώ να δω ποιος άλλος
μισεί όσο εγώ το εαυτό μου.







ΠΙΣΩ

Τραγικά κυνηγημένος
απ' της μοίρας μου το μένος
σε μια χώρα έχω βρεθεί
κι έχω μέσα της χαθεί.

Μια μεγάλη είναι χώρα'
όλα εδώ μου λεν: "προχώρα!"
Μόνο η μέσα μου φωνή
μ' όλ' αυτά δε συμφωνεί

και μου λέει: "μην πας εμπρός-
κάτσε-στάσου-πια καιρός
για προχώρημα δεν είναι-
άκουσέ με-μείνε-μείνε!"

Απ' τις δύο τους καμιά
δεν ακώ-την πεθυμιά
της Ανάγκης θ' ακλουθήσω-
και ιδού-πηγαίνω πίσω.






ΜΕ ΔΙΑΧΩΡΙΖΕΙ


Κύπελλο λευκό στα χέρια μου
παίρνω τη μετάληψή σου την Αγία
γη μου αστέγαστη και απωθούσα.

Από χώμα άλλου πλανήτη είμαι πλασμένος'
το εδώ χώμα με απορρίπτει.
Με μεθυστικό νερό άλλου στερεώματος ζυμώθηκα'
το εδώ νερό με διαχωρίζει-
ως έλαιον επιπλέω αγόμενος.







ΟΛΕΣ


Η ζωή είναι ολιγαρκής.

Ένα ποτήρι νερό ξεπλένει όλες τις αναμνήσεις.
Ένα χαμόγελο κοριτσιού ανοίγει μια τρύπα
στο τείχος της απνοίας.

Στην ευρύστερνη πολλαπλότητα των εναντιώσεων
το αεί νοούν φωλιάζει εφησυχάζον.



ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ


Πολλές εισαγωγές βιβλίων από τις υπερπόντιες κτήσεις.
Τα ρομπότ τα χρησιμοποιούν
στο χτίσιμο εξοχικών οικιών
τσιμεντώνοντάς τα γύρω.

Τα γράμματα τότε μέσα τους πλαντάζουν.
Μερικά επαναστατούν
σπάζουν το περίβλημα και χύνονται έξω.
Η γυναίκα-ρομπότ λέει τότε: ο τοίχος μπάζει νερά.







ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ


Απόψε γίνονται συλλήψεις.
Τα νέα μας τα 'φερε ο Ξηρέας-
άραγε είναι αληθινά.

Απόψε γίνονται συλλήψεις. Ένας τρόμος
έχει απλωθεί πάνω στις πέτρες της μικρής μας μάντρας.
Η λάμπα πιο αδύναμα θα φέγγει απόψε.
Στη σάλα τα φαντάσματα θα 'χουν πληθύνει' έξω
το φεγγαρόφωτο δε θα μπορεί
μια συντροφιά να βρει για ν' ακουμπήσει.

Θα πιάσουν πάλι τον πατέρα'
και θα τον βασανίσουνε. Αυτοί
είναι-όπως λένε-αδίστακτοι.
Ίσως τον πάνε πάλι για το Ναύπλιο
εκεί που οι φυλακισμένοι φτιάχνουνε
μικρές κομψούλες ταμπακέρες και σκαρώνουν
θήκες δερμάτινες, πτυσσόμενες,
για ΕΑΜικές φωτογραφίες.

Απόψε η γη χάνεται κάτω από τα πόδια μας.

Απόψε κάθε κρότος θα 'ναι μπιστολιά.
Κάθε αργοκούνημα των σκιών στον τοίχο
θαν' ένα πλέγμα από θανάτους αργοτέλεστους.
Κάθε λεφτό της ώρας που περνά
και πιο κοντά σε μια καταστροφή-σ' ένα χαμό θα φέρνει.

Απόψε γίνονται συλλήψεις.
Άνθρωποι με στολές, καπέλα,
άνθρωποι που λευκά κορδόνια κρέμονται απ' τους ώμους τους
άλλους ανθρώπους πιάνουν
χειροπέδες τους περνούν
και τους κλείνουνε σε κελιά μέσα-
σε υγρές φυλακές ολοσκότεινες.

Τα παιδιά θάρθ’ η ώρα να πάνε για ύπνο
αλλά μες στ' όνειρό τους
φυλακές τρομερές θα οικούνε
και θα είν' οι φρουροί τους ψηλοί ενωμοτάρχες
μ' ένα όπλο στο χέρι και σφαίρες ζωσμένοι.






Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ


Έρχεται ο κύριος διευθυντής!
Άλλον το Σώμα όπως αυτόν καλό γιατρό δεν έχει.

Έρχεται ο κύριος διευθυντής!
Ψηλός, αδύνατος και γελαστός
φορώντας την μπλουζίτσα του την πάλλευκη
την μόλις πάντα σιδερωμένη
έρχεται ο κύριος διευθυντής.
Που τίποτε γι αυτόν κρυφό δεν είναι΄
που όλα στην εντέλεια κατέχει της Επιστήμης τα μυστήρια.
Έρχεται ο κύριος διευθυντής.

"Ας πάω τώρα κι εγώ-ήρθε η σειρά μου
να εμφανιστώ στην καθημερινήν επίσκεψη'
Απ' την κορφή ως τα νύχια λάμπω
και η ποδιά μου αστράφτει.
Κι ύφος δεν έχω αυστηρό
(πέρασαν οι καιροί των αυστηρών γιατρών,
τώρα ένα ύφος φροντισμένα απλό χρειάζεται).

Όλοι στην κλινική με υπολήπτονται
και δείχνουν να εκτιμούν τη μόρφωσή μου'
συγκαταβατικοί-τουλάχιστο δεν κάνουν ερωτήσεις
κι αν τους ξεφύγει κάτι τι δεν επιμένουν.
Εκείνος ο αγριάνθρωπος μόνο
να έλειπε από την παρέα μας..
Δε σέβεται και δε φοβάται ο άθλιος
ούτε τη θέληση των δικτατόρων που με κάναν Διευθυντή...
Α! Ο αγριάνθρωπος! Μονάχα που με βλέπει
καταλαβαίνω πως με οικτίρει."


Κι αρχίζει κάποτε η επίσκεψη.
και φτάνει στο μικτόν όγκο της παρωτίδος.
Αδίστακτα ο κύριος Διευθυντής
"Μαγουλάδες!" ,διαπιστώνει, "αντιβίωση! να φύγει!"
Κι όποιαν ερώτηση για να προλάβει, γρήγορα,
στον δίπλα τρέχει άρρωστο
προτού δοθεί καιρός-
α! ο κύριος...α! ο κύριος Διευθυντής!...









ΤΟ ΕΞΩΣΠΙΤΟ


"Όταν καήκαμε.." έλεγε
(και εννοούσε όταν οι Γερμανοί κάψανε το χωριό της)
"όταν καήκαμε
επήγαμε και κάτσαμε στο εξώσπιτο.
Τότε είναι που 'σπασε το χέρι του ο παππούς μου-
επήγαινε να φτάσει το τσεκούρι και παράπεσε...
μεις τα παιδιά -μια δεκαριά-ήμασταν μαζεμένα
μέσα σε κάτι φασολιές'
είχαμε μια φοράδα που φοβότανε
όταν σφυρίζαν πάνω μας οι οβίδες'
την πήρε ο γέρος και την έβαλε πιο πέρα
σε μια γούβα-έτσι ησύχασε-γιατί έτρεμε το ζώο.
Από κει που ήμαστε κρυμμένα βλέπαμε
λαμπαδιασμένο το χωριό μας..
Όταν καήκαμε.."

Πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πίσω
η Ευσταθία ιστορεί με το γοργό της λόγο
κι ακούμε μεις οι άλλοι και ρουφάμε
τα λόγια της που αταίριαστα, παράξενα ηχούνε
πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πριν...

Κι ακούμε
για του χεριού το σπάσιμο και το τσεκούρι,
για το λαμπάδιασμα, για το εξώσπιτο,
για τη φοράδα και τις φασολιές...

Και όταν φεύγουμε απ' το σπίτι της
η Ευσταθία
χάνεται μες στο σήμερα
και τα πολλά της λόγια φτιάχνουν ένα σύννεφο
που κρύβει πίσω του το νόημα της διήγησης
και πια όταν πάμε σπίτι μας λέμε α! τι όνειρο κι αυτό
κι ετοιμαζόμαστε για τη δουλειά όπως πάντα
μονάχα πιο ανήσυχοι από συνήθως.









ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Επειδή θα 'ρθουν σκληρές ημέρες
που στα στήθη τους θα κρύβουν όχεντρες
και στο χέρι θα κρατούν μαχαίρι'
μέρες μες στο αίμα βουτηγμένες
σαν ημέρες άλλης γης-άλλων ανθρώπων'
μέρες που γεμάτες θα 'ναι
με κρωξίματα κοράκων και με φόβο
κι αν σηκώσεις το μανδύα του πρώτου φόβου
άλλον φόβο θ' αντικρίζεις από κάτω πιο φρικτόν'

επειδή θα 'ρθουν ημέρες
π' ούτε μια στιγμή τους δε θ' ανοίγει
σ' άλλο κάτι έξω απ' ό,τ' είναι κλειστό'
μέρες που θα κρέμονται σα μαύρες νυχτερίδες
μες σε σπήλαιο υγρό και σκοτεινό-
σπήλαιο με δίχως έξοδο κι αχνό φέγγος'
μέρες που θα μ' έβρουν μόνον-
στρογγυλές, κενές ημέρες
που στο κέντρο τους θα κείμαι εγώ
ναυαγός μ' όλες τις γέφυρες κομμένες'

επειδή θα 'ρθουν ημέρες
θρονιασμένες πάνω σε ασύνειδα ρευστά'
μέρες πρωταρχικής ασυδοσίας'
μέρες πρωταρχικού φόβου
με μένα μέσα τους το μόνο αισθανόμενο'
μέρες όπου τίποτα δε θα μπορεί
να σταματήσει τη βροχή να πέφτει'
μέρες που θα κυλάνε σα βαριές
ρόδες αργές σιδερένιες'

επειδή θα 'ρθουν σκληρές ημέρες
τέτοιες που μονάχα εγώ γνωρίζω πως υπάρχουν-
γι αυτό και γράφω ετούτα τα γραφτά
να τα 'χω τότε
σα μιαν ανάμνηση της άλλης μου ζωής-
αυτής του ονείρου.







ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ


Ένα ξυλόχτιστο μικρούλι μπαλκονάκι
Είχε το σπίτι μας στην πίσω αυλή του' όμως
τότε που ήμουνα κι εγώ μικρό παιδάκι
για μένα εκείνο ήτανε ο κόσμος όλος.

Ο βασιλιάς του ήμουν εγώ κι αυτό παλάτι
τ' άστρα διαμάντια στο χρυσό του στέμματός μου
η λεύκα δίπλα μου βασίλισσα σπαθάτη
θάμνοι και δέντρα και ζωάκια ο λαός μου.

Καθώς το σπίτι στην κορφή ήτανε του λόφου
όταν στεκόμουν στο μπαλκόνι του εθαρρούσα
ότι εξέφευγα απ' τα δόκανα του ζόφου
κι ότι σ' απρόσιτες κορφές ιερουργούσα.

Οι φτέρες που άπλωναν στη "Ράχη" τα κλωνιά τους
έμοιαζαν δάσος ατελείωτο και θηρία
φαντάζαν άγρια τα κουνέλια που κοντά τους
ξέγνοιαστα γράφαν τη μικρή τους ιστορία.

Από τον ήλιο που επρόβαλε πιο πέρα
εγώ ψηλότερα εστεκόμουν λίγα μέτρα
και τη σελήνη-ένα μπαλόνι στον αέρα
θα τη χτυπούσα αν είχα τύχη με μια πέτρα.

Και όλα είχαν ομορφιά και γλύκα τόση
απ' το μπαλκόνι του σπιτιού μου το πελώριο
που απορώ τόσο πικρούς πώς έχει δώσει
καρπούς εκείνο τ' όμορφό μου το φυτώριο..

Το βασίλειό μου τώρα ξύλα σαπισμένα.
Μ' αυτά θα φτιάξω μία κλίνη νεκρική
και με υπηκόους μου ακριβούς τα περασμένα
θα βασιλέψω αβασίλευτα εκεί.








ΝΑ ΧΑΡΙΖΩ


Θα 'θελα να 'μουνα θεός και να χαρίζω δώρα-
έρωτα στους ανέραστους, χαρά στους λυπημένους
ελπίδα στους απέλπιδους-μια συντροφιά στους ξένους.
Θα 'θελα να 'μουνα θεός και να χαρίζω δώρα.

Θεός δεν είμαι μα κρατώ το πάθος να χαρίζω'
και ότι δίνω απ' της ψυχής τ' απόθεμα το δίνω'
τώρα κορμί χωρίς ψυχή χάνομαι... λυώνω... σβύνω-
θεός δεν είμαι μα κρατώ το πάθος να χαρίζω.






Η ΑΣΧΗΜΗ


Η άσχημη εγέρασε-αρρώστησε-πεθαίνει.
Μπροστά της λίγο πριν σβηστεί κι η τελευταία αχτίδα
περνά η ζωή που έζησε μόνη και πικραμένη
χωρίς του έρωτα χαρά, χωρίς χαράς ελπίδα.

Χοροί που δεν εχόρεψε' αλέες όπου δε 'διάβη'
χείλια που δεν εφίλησε' κορμιά που δεν εχάρη'
Ο θολωμένος της ο νους όσο παλιά κι αν σκάβει
χαρούμενο κι ευφρόσυνο δε βρίσκει ουτ' εν' αχνάρι.

Αλλά ενώ του λύχνου της η φλόγα τρεμοσβήνει
το σκοτισμένο βλέμμα της καθώς πλανιέται πέφτει
σ' ό,τι γι αυτήν πάντα ήτανε δεύτερη πόνου κλίνη
και πάντα την επότιζε φαρμάκι-στον καθρέφτη.

Και να! Εκεί μία μορφή χαρούμενη αντικρίζει.
Μία γυναίκα όμορφη χαμογελάει εντός του
που από λαμπράδα κι ομορφιά και από νιάτα σφύζει
λες κι ένας ήλιος μαγικός τη λούζει με το φως του.

Και πόσοι άντρες γύρω της τήνε ποθούν ωραίοι!
Πώς λιώνουν για ένα της φιλί...για ένα θερμό της χάδι...
Α! Πόσο είναι όμορφη! Τι δροσερά που πνέει
του θαυμασμού τους η δροσιά μες στο ζεστό το βράδυ!

Η άσχημη επέθανε. Όμως το πρόσωπό της
από χαρά κι απ' ομορφιά τώρα λαμποκοπούσε
κι από ευτυχία που το στερνό αυτό χαμόγελό της
για ν' απλωθεί επάνω του θαρρείς εκαρτερούσε.








ΛΥΠΗΤΕΡΗ

Λυπητερή έτσι μια μοίρα
μ' έχει αλύπητα μοιράνει
κι όλα της ζήσης μου τα μύρα
δάκρυα πικρά τα έχει κάνει.

Ο,τι κι αν έπιασα να χτίσω
κομμάτια κείτεται στο χώμα'
ό,τι επάσκισα να κλείσω
μένει ανοιχτό σα δράκου στόμα.

Και μιαν αγάπη που 'χα δέσει
με πασχαλόκλαδα και κρίνα
μες στο βυθό μού έχει πέσει
κι αυτή και πάνω της εκείνα.

Και τη χαρά που 'χα σταυρώσει
με της λεβάντας το κλωνάρι
τα χέρια η θλίψη έχει απλώσει
και από με την έχει πάρει.

Α! Λυπηρή έτσι μια μοίρα
μ' έχει αλύπητα μοιράνει
κι όλα της ζήσης μου τα μύρα
δάκρυα πικρά τα έχει κάνει..








Ω!

Ω! Οι γυναίκες μου οι αγαπημένες
δε μ' αγαπήσανε οι καημένες.
Ω! Οι χαρές τους οι παινεμένες
για με-για μένανε μείνανε ξένες.

Ω! Οι γυναίκες μου οι θλιμμένες
δε μ' αγαπήσανε οι καημένες.
'Αλλες μου φύγανε τρομαγμένες
άλλες νου μείνανε πάντα κρυμμένες.

Ω! Οι γυναίκες μου οι κλεισμένες
Ω! Οι γυναίκες μου οι πονεμένες
Ω! Οι γυναίκες μου οι λατρεμένες
δε μ' αγαπήσανε οι καημένες.







ΚΑΙ ΝΕΚΡΟ

Α! Έχει σύννεφα κι εδώ! Α! Έχει καταιγίδες!
Κάτι τεράστια σύννεφα που πιο σφιχτά σε ζώνουν
απ' της πατρίδας-πιο πολύ-α! πιο πολύ σκοτώνουν-
που πιο συχνά κι ανάναφτα σβήνουνε τις ελπίδες.

Και το φεγγάρι βγαίνει εδώ με μια χλωμάδα τόση-
όμοιο ασημοκέντητο μαχαίρι καρφωμένο
στης γης το τρεμουλιάρικο κορμί-το πεθαμένο
λες και πασκίζει και νεκρό να το ξανασκοτώσει.









ΒΡΕ ΚΥΡ ΧΕΙΜΩΝΑ

Τι κλίμ' αλήθει' αλλόκοτο που έχει η Καλιφόρνια'
ανάλλαγο κι ανόθευτο τέσσερα τώρα χρόνια.
Γενάρης κι αίθριος ο καιρός' Γενάρης κι ήλιος λάμπει'
δεν πρόλαβε η Άνοιξη να βγει και πάλι θα 'μπει.

Βρε κυρ Χειμώνα κόπιασε και κάτσ' εδώ λιγάκι
και λίγο χιόνι φέρε μας και λίγο βοριαδάκι'
τέσσερα χρόνια που 'χω 'δω δε σ' είδα-σ' έχω χάσει
και δίχως σου ανέχαρη και άχρωμ' είν' η πλάση.

Φέρε μας κρύα και βροχές-μάλλινα φόρεσέ μας
στο σπίτι τουρτουρίζοντας τα βράδια κλείδωσέ μας.
Και μη μου πεις πως ήσουνα πάντα εδώ-μαζί μου:
σε θέλω έξω-γύρω μου και όχι στην ψυχή μου.









TEDDY DAY


"Πρέπει να φύγω' η ώρα ήρθε'
έχω δυο χρόνια κάτσει εδώ.
Δεν ξέρω τ' είναι που με διώχνει
δεν ξέρω τ' είναι που ζητώ
μα όμως ξέρω-η ώρα ήρθε
πρέπει να φύγω από δω".

Έτσι μιλούσε η Teddy Day
στο σύντροφό της μια βραδιά
όταν οι δυο τους στο τραπέζι
το τελευταίο πίναν ποτό.

"Θα πρέπει κάτι για να μείνω
να με κρατήσει δυνατό
κάτι μεγάλο να με δέσει
για να μη φύγω από δω".

Έστεκε αμίλητος εκείνος
κι έβλεπε κάτω μ' ενοχή.

"Αν το ζητούσες...ίσως τότε
ν’ άλλαζα γνώμη-όμως αλλιώς
δε βλέπω τι θα με κρατούσε
και ας μην έχω που να πάω...
πού να βρεθώ...πού να σταθώ...

μα πρέπει αλλού να βρω εκείνο
που δεν το βρήκα ούτ' εδώ...
γι αυτό λοιπόν λέω να φύγω...
έχω δυο χρόνια μείνει εδώ..."

Εκείνος έστεκε ακόμα
χωρίς φωνή-χωρίς ψυχή.

Αυτή στα δύο της τα χέρια
κλείνει το χέρι του απαλά
και τρυφερά κοιτώντας τόνε
"πάμε", του λέει, "είν' αργά".








ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

"Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες'
το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.

Εσύ να μη βιαστείς' και ας αργήσεις-
ξέρω πως παίρνει ώρα αυτή η δουλειά'
τις μπύρες μόνο έξω να μου αφήσεις.

Μόνο περνώντας από τις φιλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις τα πουλιά'
το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες".








ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

Το μαγαζί είχε κίνηση πολλή'
θόρυβοι, κρότοι και φωνές γεμίζαν τον αέρα.
Πηγαινοερχόνταν μες στη χλαλοή'
άραγε είχαν ιδωθεί εκείνη την ημέρα;

Ξάφνω επάνω στην πολλή δουλειά
ως ‘βρέθη πίσω της αυτός, απλώνει αυτή το χέρι
και στης παλάμης της την αγκαλιά
στιγμιαία σφίγγει δυνατά τ' αντρίκιο περιστέρι.

Χειρονομία νοήματος μεστή'
σήμερα όχι, δεν μπορεί, δεν είχανε γιορτάσει-
και αν δεν ειν' η σκέψη μου σωστή
είναι τα χρόνια που περνάν και πια έχω γεράσει.








ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ

Επάνω στης Τραπέζης τα γραμμάτια
μικρούλικα θα γράψω ποιηματάκια-
του χρήματος τον κόσμο θα τον σβήσω-
στη θέση του έναν άλλο θα ποιήσω.

Εκείνους που λατρεύουνε το χρήμα
να πείσω δεν μπορώ-και είναι κρίμα'
ανθρώπινο τον κόσμο το δικό μου
να κάνω όμως χρωστώ στον εαυτό μου.







ΣΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα 'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα' η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ' τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α! γιατί μ' αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.








ΒΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑΣ

Ποτέ δεν έμαθα πού είν' ο Νότος και ο Βορράς
κι απ' τους αέρηδες βοριάς ποιος είναι και ποιος νοτιάς.
Πως είν' οι μέρες αντιλαμβάνομαι νοτινές
όταν μαζεύονται τα παλιόχαρτα στις γωνιές.
Και-φίλε μου άκου-αυτό συμβαίνει κι εδώ κι εκεί-
για όσους δεν ξέρουνε και σ' Ελλάδα κι Αμερική.








ΜΕΡΙΚΟΥΣ

Καινούργια ποιήματα με δανεικό μολύβι περσικό.
Το μαύρο του μελάνι άραγε ποιο κρύβει μυστικό
και τι μας φέρνει από τη μακρινή πατρίδα
του Ξέρξη, του Οροφέρνη και του Δάτι και του Μίδα;..

Ίσως ανάμεσα στους Πέρσες που πολέμησαν στις Πλαταιές
να βρίσκεται κι ο πρόγονος (κι ας πέρασαν τόσες γενιές)
του Πέρση που στο μαγαζί του τα μολύβια αυτά πουλάνε-
αφήσαμε και μερικούς ζωντανούς πίσω να πάνε.








ΣΚΙΖΕΣ

Εν' αστεράκι λαμπερό και δυο κορφές φοινίκων
βλέπω απ' το σπίτι μου σα βγω και κάτσω στο μπαλκόνι.
Όσα σε άλλους θάματα η φύση μπρος απλώνει
τα σπίτια εμέ το κρύβουνε των άλλων των ενοίκων.

Και μαστορεύω τις κορφές για να τους δώσω ρίζες
και με τ' αστέρι προσπαθώ έναν ουρανό να φτιάξω'
αστείο πράγμα-γίνεται το νόμο εγώ ν' αλλάξω;
τ' αστέρι σκότος θα γενεί κι οι κορυφούλες σκίζες.








ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΥΕΝΔΟΤΟΥ ΕΙΚΟΣΑΧΡΟΝΟΥ
ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΕΛΛΗΝΑ

Κοιτώντας στον καθρέφτη τελευταία
θαρρώ πως άνθρωπος τόσο δε μοιάζω-
πως διαφοροποιούμαι-πως αλλάζω
πως πρόσωπο και σώμα φτιάχνω νέα.

Σαν ο καθρέφτης το κορμί μου να 'ναι
και μ' αριθμούς και γράμματα γεμίζει
κι η όψη μου που Ουάσινγκτον θυμίζει
χλευάζει τους ανθρώπους που πεινάνε.

Νομίζω γίνομαι όπως με βλέπουν
όσοι εδώ, σ' αυτήν τη χώρα ζούνε
αυτό με πάθος που όλοι τους ζητούνε
και που όλα τους σε κείνο αποβλέπουν.

Ναι! Πράγμα θα 'μαι αύριο μεθαύριο.
Σε μία χώρα που για να υπάρξεις
την ύπαρξή σου πρέπει ν' αποτάξεις
Παράς θα γίνω-χρήμα-ένα δολάριο.







ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΥΠΟΚΑΚΑΣΤΑΣΗΣ
Η'
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ!


Στην ανοιχτή τη θάλασσα!
Στη γαλανή παντάνασσα!
Εκεί! Εκεί ας πάμε!
Μ' αυτή-μ' αυτή ας μεθάμε!
Στους ψαράδες! Στους ψαράδες!
Κάθε ψάρι δέκα Ελλάδες.

Στην πρώτη την κοιτίδα μας!
Στη μοναχή πατρίδα μας!
Κοντά της ας βρεθούμε!
Την άρμη της ας πιούμε!
Στων κυμάτων της τα τόξα-
κάθε κύμα και μια δόξα.


Στης θάλασσας τα κύματα!
Στα γαλανά της μνήματα!
Ας τρέξουμ' εκεί πέρα!
Στο λεύτερον αέρα!
Αυτή ψυχή μας όλη-
χωριό, αυλή, περβόλι.








ΤΙΠΟΤΑ

Αυτό ειν' ένα ποίημα για το τίποτα.
Για τίποτα δεν έχει να μιλήσει
μονάχα θα κρατεί τα οσ' ανείπωτα
κι ανάκουστα εντός μου έχουνε σβήσει.

Εντός του θα κρατεί οσ' αφανέρωτα-
κρυφά όσα εμείνανε στα μάτια'
και θα 'χει για στροφές του χάδια του έρωτα
που χάθηκαν στου άδοτου τα πλάτια.

Κι έτσι καθώς μετέωρο θα στέκεται
χωρίς κάτι γερό να το στηρίζει
σαν του Γουσταύου του Φλωμπέρ τη γη θα φαίνεται
που έρημη στα χάη τριγυρίζει.

Τίποτα-όχι-τίποτα δεν έγραψα
μια νύχτα εαρινή στην Καλιφόρνια.
Για τίποτα χαμένο εγώ δεν έκλαψα-
τίποτα δε μου πήρανε τα χρόνια.








Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω
κι ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσ' ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράττι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη SHERMAN HIGH WAY
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη
και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε
ενώ μπροστά το δρόμο εκοιτούσε
να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα'

που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν'
κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι

και, θε μου, με μια έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθει όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια
κι η μέρα τηνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις'
αν μείνει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει.






ΜΑΝΤΟΝΝΑ

Πού να κρυφτώ όταν με βλέπουνε γυμνά τα στήθη σου;
Η γη αυτή, το άγιο σπέρμα σου που ήπιε,
πώς θα δεχτεί του φεγγαριού το φως χωρίς να μας φλογίσει χίλιους ήλιους;

Αν δεν είχες συ υπάρξει
θα παραδέρναμε στης γης το κρύο σαν ναυαγισμένοι δίχως φάρο.
Αν δε μας είχες συ τραγουδήσει
το τελευταίο σκαλί του πόνου θα 'ταν η φωνή του αηδονιού για μας.
Αν δεν εμφανιζόσουν στο πανί
για ηθοποιοί θα πέρναγαν οι θεατρίνοι
Αν δε σε βλέπαμε
το μάτι δε θα γύριζε στο φως του.

Αν συ δεν είχες έρθει
δε θα 'χε η αίσθησή μας ξεπεράσει τη λίθινή της εποχή.
Νήπια θα στέκονταν μπροστά στην αγιοσύνη η πίστη μας.
Ο χώρος μη έχοντάς σε περιβάλει θα πλαντούσε αποζητώντας σε'
κι ίσως το κύμα να ξεπέρναγε τ' όριο της άμμου.

Πώς να σε περιγράψω δίχως να περιγραφώ;

Ποιος πρόσμενε να δει ποτέ γυναίκα με ψυχή;
Κι όμως να 'σαι!
Ποιος πρόσμενε ποτέ να δει ελάφι ερωτοφόρο;
Κι όμως να 'σαι!
Ποιος ν' αντικρύσει επερίμενε τη μήτρα του φωτός;
Ποιος να σκεφτεί ποτέ του θα τολμούσε
μιαν άβυσσο με νου, ευαισθησία και χάρη;
Ποιος τη βασίλισσα του Μεθυσιού να φανταστεί μπορούσε πως θα
προσκυνήσει;
Κι όμως να 'σαι...να 'σαι...

Λένε οι άμυαλοι; είναι μια πόρνη. Αυτοί δε βλέπουνε στα μάτια σου-
να δούνε δεν μπορούν-
την πεμπτουσία του Έρωτα που γέννησε, ακράτητη κι αυτούς τους ίδιους.
Λένε οι κενοί: είναι κενή-ίδια εν' άδειο ηχείο.
Δεν ξέρουν πως κι αυτούς ακόμα ιδανικά τους περιέχεις.
Λεν οι μιαροί: είν' ασεβής-δε βλέπουνε το Άναρχο σε σένα.

Όμως ποια σπέρματα σε γέννησαν εδώ;
Ποιες οπτασίες σε μας σε φανερώσαν;
Και πώς εδιάλεξες να 'ρθεις γυναίκα-γυναίκα Έλλογος
γυναίκα Πάνσεπτος
γυναίκα Πανδολία και Ανεπίστρεπτος και Βασανιστική;

Μυστήριοι οι δρόμοι του μυαλού σου.

Αν όμως θέλαμε, οι ταπεινοί εμείς
να δώσουμε όψη ανθρώπινη στην πανσπερμία σου'
αν θέλαμε να συνταιριάξουμε λάσπη μ' αστέρια
γνόφο με φως
αυθόρμητο με αναγκαιότητα
μουσική με κρότο
φθαρτό μ' αιώνιο κι ευωδιά με βδέλυγμα
και τις στρατιές των ειδικών όλων καλούσαμε να ψάξουν
θα βρίσκανε στο ένα εκατομμύριο χρόνια πριν
εν' απειροελάχιστο αλλοδαπό σου ίχνος'
και τ' όνομα θα 'ταν αυτού: Βιτάλη.
Κι αν ψάχνανε τους απογόνους σου
θα βλέπανε τη μήτρα του μικρού δαχτύλου σου
εξήντα εκατομμύρια χρόνια ύστερά σου'
και τ' όνομα εκείνου: Ντόρα.

Αν θέλαμε..
Γιατί όμως να μιλάμε γι αμοιβάδες αφού έχουμε τον άνθρωπο;
Γιατί μ' ανθρώπους να καταγινόμαστε αφού το θείο
για πρώτη κι ύστερη στον κόσμο μας φορά
ορθώνεται στο πλάγι μας Πανώριο;




ΛΕΣΛΥ

Η Λέσλυ ο νους της όλο στοn Τζιμ.
Η Λέσλυ η δεξιά τιράντα της ποδιάς της
χλιαίνεται στο στέρνο της επάνω
μόνιμα απωθημένη εκεί απ' το δεξί της στήθος.
Η Λέσλυ όταν κάτι τη ρωτώ
και σκύβει προς το μέρος μου
κατάφορτη ενδιαφέρον κι ομορφιά,
όλη δική μου τις στιγμές εκείνες.

Η Λέσλυ.






ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΚΡΑΣΙ

Μια φορά το δίμηνο περίπου
οι ξεριζωμένοι συναθροίζονται.
Με τα καλά τους ντύνονται σεντόνια
γεμίζουνε τις τσέπες τους σπερνά
λιβάνι και κρασί και πάνε...

Τα κόκαλά τους τρίζουνε στις χειραψίες...
Διστακτικά κι αμήχανα τρώνε
σαν κάτι αταίριαστο να κάνουν.
Το κρύο της βραδιάς μπαίνει στο δωμάτιο
σα να 'τανε το σπίτι ανοιχτό.

Ανάμεσα σε δυο άδειες καρέκλες η συνεχώς ομιλούσα κυρία'
ανάμεσα σε δυο χιονισμένα βουνά σιωπής
μια χαράδρα στεγνού λόγου.

Και η Tζούλια με τη μετάφρασή της.

Μια κυρία
κρατώντας ένα ποτήρι ψεύτικο κρασί
λέει δυνατά
"ήμουν προϊσταμένη του κυρίου Κελέκη".
Και οι λέξεις της πέφτουνε αμέσως κάτω
κούφια-άδεια λόγια'
γιατί η προϊσταμένη είναι κενή και γκρεμισμένη
και γιατί ποτέ δεν υπήρξε κύριος Κελέκης.

Λέξεις κενές.
νομίζεις ότι τις φαντάστηκες.
Όμως όχι.
Ο οικοδεσπότης -τρία δολάρια το κεφάλι-
νιώθει την παρουσία τους
κι ανοίγει διάπλατα την πόρτα.

Οι λέξεις, που δεν έχουν τι να κάνουν
ορμούν έξω.

Ομιλεί ο κύριος πρόεδρος:
"Έχουμε την ευτυχή συγκυρία.." (πού την έχουν άραγε;)
"...τον κύριο Κωνσταντόπουλο
τέως δημοσιογράφο της ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗΣ..."
Ο κύριος Kωνσταντόπουλος από συνήθεια μόνο
διορθώνει: "της kΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ!"
και ξανακοιμάται.

Κάποιος γιατρός φωνάζει: “στην Αμερική
πρέπει ν' αγωνιστείς για να περάσεις στην αντίθετη όχθη
μα όταν βρεθείς εκεί, αυτό είν' όλο-σώθηκες”.
Τι να σημαίνει τάχα σώζομαι ‘δώ πέρα;








ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ

Ποια κίτρινη περγαμηνή να περιγράψω
και πώς-ο ανίδεος εγώ-
ο πεπτωκός;..

Πότε είδα χρώματα εγώ εκτός
από το μαύρο
και, ενδεχομένως, το μαβί;

Ποια κίτρινη περγαμηνή να περιγράψω
και τις γωνίες της πώς ν' ασπαστώ;
πώς να ιάνω τα πληγωμένα γόνατά της;
τ' αρχαία νοήματά της πώς, εγώ, να εξαντλήσω;

Πώς να περιγράψω κύκλους
ο άβουλος εγώ
που ολοζωής σ' ένα τετράγωνο κλεισμένος είμαι-
σ' ένα τετράγωνο αδέκαστο και αυστηρό;..

Και πάλι αυτά τα γράμματα ο αγράμματος εγώ
αυτά τα σήματα του νου
αυτά τα επιδόρπια νάματα
αυτά τα ανήκουστα σπαθιά τα αιχμηρά
αυτά τα αιώνια φύλλα
αυτά τα συμπαντικά κύματα
αυτά τα αεί υπάρχοντα
αυτά
αυτά
αυτά
πώς εγώ ν' αγγίξω παίζοντας;

Αυτή την κίτρινη περγαμηνή
αυτή τη φλέγουσα εικόνα
διώξτε την από κοντά μου-
από μένα πάρτε την μακριά.
Άλλα σταθμά θα τη μετρήσουν
κι άλλα στολίδια θε’ να μπουν
προμετωπίδα στην καρδιά της
την ατελέσφορη.







BOWBIRD


Πήρα μικρά γεροδεμένα ξυλαράκια
κι έφτιαξα μία πρόσοψη φωλιάς
έτσι που ο ήλιος πάνω της να ισκιάζεται.
Ύστερα μάζεψα τις πιο πολύχρωμες μικρές
γυαλιστερές και στρογγυλές πετρούλες που εβρήκα
και μπρος τις έβαλα στο χώρο της φωλιάς
μ' αυτό τον τρόπο φτιάχνοντας ένα πολύχρωμο
λαμπρό κι ωραίο ψηφιδωτό.

Έτσι έχουμε μια σκηνή θεάτρου
με δάπεδο καθώς σας είπα
και τη φωλιά από πίσω της για σκηνικό.

Τι μένει τώρα;
Οι χορευτές κι οι θεατές
(δε συνηθίζω να επαίρομαι αλλά
τι ομορφιά που έχει αυτή η σκηνή!.
Αρκεί μονάχα να σας έλεγα ότι φορές
θα 'θελα να 'μουν θηλυκό
για να μπορώ να χαίρομαι τέτοιες εικόνες
συχνότερα και, βέβαια
με κάποια ποικιλία...)

Ο χορευτής λοιπόν εδώ θα είμ' εγώ.
Με μια ετικέτα που κατέχω άριστα
κι εγώ δεν ξέρω πώς
θ’ αρχίσω να λυγώ, να σκύβω, να υποκλίνομαι,
να τρέχω δεξιά κι αριστερά με χάρη,
με νόημα να γέρνω μπρος και πίσω,
ν' ανοίγω τα φτερα σαν τάχα να ίπταμαι,
απότομα να στρέφω, να τεντώνομαι,
κι ένα σωρό να κάνω ακόμα ανόητες τέτοιες φιγούρες.

Και ολ' αυτά για να μπορεί το θηλυκό-που τώρα
που σας μιλώ στέκεται απέναντι και βλέπει-
για να μπορεί το θηλυκό
να μαγευτεί απ' τ' ωραίο θέαμα
και στη φωλιά μου να 'ρθει επιτέλους.

Λοιπόν θαυμάστε με και σείς-
η επίδειξη αρχίζει.








ΤΑ ΚΙΝΕΖΑΚΙΑ

Είναι κάτι κινεζά-κάτι κινεζάκια
σαν τα πορσελάνινα τεχνικά βαζάκια
που προσμένουνε θαρρείς τ' άνοιγμα της βρύσης-
που προσμένουνε θαρρείς-αχ-να τα γεμίσεις.

Μην τ' αφήσεις να χαθούν, Μούσα, μην τ' αφήσεις
μες σε τούτες τις γραμμές πρόφτασε να κλείσεις
λίγο από το λάγγεμα που 'χουν στα ματάκια
κάτι ζέκια...κάτι να...κάτι κινεζάκια...






MOCKINGBIRD

Είμαι το πουλί που κοροϊδεύει'
είμαι το πουλί που προσποιείται'
είμαι πρωτομάστορας στη χλεύη'
είμαι..μα ακούστε και θα δείτε.

Μόνο την ημέρα εγώ κοιμούμαι'
τις νυχτιές στα δέντρα πάνω τρέχω
κι άλλων τις φωνές πουλιών μιμούμαι
σαν φωνή δική μου να μην έχω.

Απ' το πώς λαλούνε τα γαρδέλια
μέχρι το αηδονίσιο το ορατόριο
τα 'χω μάθει όλα στην εντέλεια'
κι έχω ένα πλούσιο ρεπερτόριο.

Να, με το κελάδημα που κάνω
σάμπως τα πουλιά που θέλουν ταίρια
χώρισα στο χρόνο μόλις πάνω
δυο ερωτευμένα περιστέρια.

Κι έχω μες στις άλλες τόση βάλει
δύναμη και τέχνη απ' τη φωνή μου
που-καλοί μου εσείς ακούστε χάλι-
ξέχασα στο τέλος τη δική μου.









PACK RAT

Είμαι ο Pack Rat εγώ, ο μαζευτής.
Ό,τι κι αν βρω που μ' αρέσει, ευθύς
το παίρνω και το πάω στη φωλιά μου-
αρκεί να το χωράει η αγκαλιά μου.

Μικρά γυαλιστερούλια υλικά
κομμάτια από σπασμένα γυαλικά
κουμπιά, πεντάρες χάλκινες, προκούλες
μα πιο συχνά πολύχρωμες πετρούλες.

Είμαι ο Pack Rat εγώ-κι είμαι σοφός'
κατέχω ένα μυαλό γεμάτο φως.
Είμ' ένα ζώο εγώ γεμάτο τρόπους
που έχω πάρει απ' τους ανθρώπους'

και κείνοι έτσι μαζί τους κουβαλούν
από τα γύρω τους ό,τι μπορούν
μέσα στα σπίτια τους όλα τα βάζουν
και τη ζωή τους έτσι λεν αλλάζουν.

Αλλ' από κείνους υπερτερώ-
με το φορτίο μου όπως προχωρώ
αν πιο πολύ δω κάτι να γυαλίζει
το νου μου η λάμψη τόνε ζαλίζει'

πετώ τη λεία μου την παλιά
και την καινούργια παίρνω ζαλιά
και πάω και τη βάζω στη φωλιά μου-
αρκεί να τη χωράει η αγκαλιά μου.









ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΜΑΣ ΗΘΕΛΑΝ

Οι άλλοι μας ήθελαν δικούς τους, αλλιώς
δε θα μας διναν τόπο να σταθούμε
γη να πατήσουμε.

'Ετσι και μεις εκάναμε πως είμαστε δικοί τους'
σηκώναμε ψηλά τα χέρια και φωνάζαμε "ωσαννά"
και "αλληλούια" και "δόξα Σοι ο θεός"
ενώ μες στα χέρια μας κρατούσαμε
τη σάρκα ο ένας του άλλου

Πηγαίναμε στα μέρη όπου συχνάζανε
και λέγαμε μαζί τους "τι καιρός!"
"λέτε να πέσει η κυβέρνηση;"
ή το πολύ "απόψε δεν αισθάνομαι καλά",
μα τα κρυφά μας λόγια απλώνανε τα χέρια κι αγκαλιάζονταν
και πάθιαζαν μες στο ζεστόν αέρα τους
σα γλώσσες στο φιλί μέσα στο στόμα.

Ύστερα
βράδυ
φεύγαμε λέγοντας "πάμε για ύπνο"
και είναι σίγουρο πως ούτε τότε
κανένας δεν μπορούσε να υποψιαστεί
πως ίσως δεν πηγαίναμε να κοιμηθούμε
αλλά για κάτι που ας τ' αφήσουμε ανείπωτο
γιατί δεν ξέρουμε κι εμείς ακόμα
πώς τέτοιαν άφεση
με λόγια έστω εαρινά
να περιγράψουμε.
















ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Ανοίγω εργοστάσιο επειγόντως
και ψάχνω υπαλλήλους τίμιους όντως.
Δολάρια δίνω τρία κάθε ώρα'
άνεργοι εδώ υπάρχουνε πληθώρα.

Κανένα δεν πιέζω. Αν θέλει μένει
αλλιώς στην ανεργία του πηγαίνει.
Αυτός αποφασίζει-ελευθερία
στη χώρα μας ανθεί την τεραστία.

Γυρεύω μεξικάνους δουλευτάδες
ινδούς και αφγανέζους θεριστάδες
γραικούς, πακιστανούς και πορτορίκους
ινδιάνους μελαψούς δουλοπαροίκους.

Δολάρια τρία δίνω κάθε ώρα.
Ετούτη εδώ η μεγάλη μας η χώρα
φτηνούς γυρεύει κι άφθονους εργάτες
με σίδερο το στήθος και τις πλάτες.

Κακότυχοι εμιγκρέδες σκοτωμένοι
ελάτε στη δουλειά μας τη στρωμένη
κι εγώ με τα λεφτά που θα σας δώσω
υπόσχομαι ξανά να σας σκοτώσω.

Καινούργιο εργοστάσιο ανοίγω
κι ενώ θα θησαυρίζω λίγο λίγο
θα έχετε κι εσείς εδώ και τώρα-
σκεφτείτε-τρία δολάρια την ώρα..

Σκουπίδι ευτελές αυτού του τόπου
Ξεσκλίδι, παραμάζεμα του ανθρώπου
Στην έτοιμη δουλειά μου σε φωνάζω
Και μέσα σ' εργοστάσιο σε βάζω.

Και βρώμικο παιχνίδι εγώ δεν παίζω.
Ζητάω μα κανένα δεν πιέζω-
στη χώρα μας αυτή την τεραστία
πρωτόγνωρη ανθεί ελευθερία.








Τ' ΑΣΚΕΦΤΑ

Βγαίνοντας για τον βραδινό περίπατο ξαφνιάστηκα.

Τι 'ναι αυτό το υγρό
που πέφτει σε σταγόνες γρήγορες
συμμετρικές
τόσο κοντά τη μία με την άλλη
και δεν αφήνει άβρεχο τίποτα'
που ο θόρυβος που κάνει
χτυπώντας στα γερτά τα κεραμίδια, στις ψυχές,
στα κόκαλα, στο χώμα,
μοιάζει με μούρμουρο λυπητερό-
μοιάζει σα θρήνος τ' ουρανού
σαν αστρομοιρολόγι;..

Βέβαια δε θα βγει ο ήλιος πια ποτέ-
αυτό το ατέλειωτο υγρό τον έχει σβήσει...
Κι όπως νυχτώνει και δε βλέπω ούτε φεγγάρι
λέω θα το 'σβησε κι αυτό.

Τι να 'ναι το υγρό αυτό
που εσκαρφάλωσε κει πάνω' και ποιος έχει
τόσο μεγάλη υπομονή να το χωρίζει
σε τόσες στάλες;

Ο εγγονός μου όταν τον ρώτησα μου 'πε αμέσως:
"Βροχή παππού-βρέχει!."

Α! Τ' ασυλλόγιστα-
τ' άσκεφτα νιάτα!...








ΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ

"Έτσι, στην πρώτη μανούβρα που έκανα-
στην πρώτη απόπειρα για να παρκάρω
μου έβαλε ξαφνικά τις φωνές:
ηλίθια, βλάκα, ανόητη,
αφού δε νογάς τι ανεβαίνεις στ΄ αμάξι;
Τα είδες Τζωρτζ και συ.
Βέβαια δεν κατάλαβες τι λέει
μ' άκουσες τις φωνές και είδες τις χειρονομίες του".

Στην πρώτη απόπειρά της να παρκάρει
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη'
χωρίς αιτία βάζοντάς της τις φωνές
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη ο Γκρέγκορυ την Τάνια.
Φωνάζοντας κι αισχρά χειρονομώντας
την έβρισε ηλίθια βλάκα και ανόητη.

"Οι φίλοι μας περίμεναν, το ξέρεις Τζωρτζ, στο ΒOWL-απ' το σπίτι
ετσ' είχαμε μαζί τους συνεννοηθεί.
Κι αυτός με πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσω
γιατί δεν ξέρω λέει να οδηγώ-
και μ' έβρισε ταυτόχρονα ηλίθια και ανόητη και βλάκα".

Οι φίλοι τους περίμεναν στο ΒOWL
(έτσι είχαν απ' το σπίτι συνεννοηθεί)
κι εκείνος σημασία μη δίνοντας σ' αυτό
την πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει όταν εκτίμησε
ότι αυτή δεν έκανε καλό παρκάρισμα.

"Τζωρτζ σου ζητώ συγνώμη για το φέρσιμό του'
χάλασες τη βραδιά σου και το ξέρω'
λυπάμαι Τζωρτζ γι αυτό μα τι να έκανα
έπρεπε να γυρίσω αφού μου είπε.
Αν δεν το έκανα ήταν ικανός να με χτυπήσει".

Την είπε ηλίθια βλάκα και ανόητη
απέξω από το ΒOWL όπου οι φίλοι τους περίμεναν
και την επρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει'
κι αν τον παράκουγε ήταν ικανός να τη χτυπήσει.








ΦΩΝΑΖΕ...

Γειτόνισσά μου φώναζε
βάραγε, χτύπα, σκούζε
τσακώνου με την κόρη σου
ούρλιαζε, σπάζε, γρούζε.

Γύριζε τα μεσάνυχτα
και βρόνταγε τις πόρτες.
Κόρταρε με τους άγουρους
της γειτονιάς τους μόρτες.

Φέρνε τους ερωμένους σου
στο σπίτι σου τα βράδια
και με φωνές συνόδευε
όσα σου δίνουν χάδια.

Πάρτι ζωηρά διοργάνωνε
κάθε δυο τρεις ημέρες
πότιζε-πότι-πότιζε
της ζωής τις μαύρες ξέρες.

Όταν μιλάς με κάποιανε
δίπλα γειτόνισσά σου
κραύγαζε σα να ήτανε
χιλιόμετρα μακριά σου.

Βρόντα τον τοίχο που από σε
μονάχα με χωρίζει
και μη διορθώνεις το παλιό
κρεβάτι σου που τρίζει.

Μα προ παντός έτσι όπως ζεις
αλέγρα και βαρβάτα
έτσι και όταν περπατάς
σαν τον ελέφα-πάτα

βαριά' τα διαμερίσματα
τριγύρω να τραντάζεις
και του διαδρόμου που και που
τις πλάκες ας τις σπάζεις.

Βρόνταγε, ρυάζου, φώναζε
χτύπα γειτόνισσά μου'
καλή μια μοίρα σ' έστειλε
και νοίκιασες κοντά μου'

γιατί ενώ θα πέθαινα
τη ζήση πριν γνωρίσω
απ' τη δική σου τη ζωή
λίγο κι εγώ θα ζήσω.







ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΕΣ

Πρωί πρωί. Ο καφές να βράζει.
Το ράδιο να παίζει διαφημίσεις.
Ο ήλιος έξω μύτη να σκάζει
και συ τις μηχανές να 'χεις ν' αρχίσεις.

Σα νέφη απ' το βοριά κυνηγημένα
να τρέχουνε οι σκέψεις στο μυαλό σου'
επάνω στο τραπέζι αφημένα
τετράδια, το πουλόβερ, το στυλό σου.

Να χύνεται ο καφές και να ξεχνιέσαι
με θύμησες της ζήσης περασμένες'
στα χάη που σου λεν "μέσα μας πέσε"
αρνήσεις να ψελλίζεις σαστισμένες.







ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Kαι επαγγέλλεται;
-Ποιητής
-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια...
με τα όπλα...
με τις μηχανές μας...

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν΄αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ' αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο;)

Ακόμα λέτε...για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ-
συνήθως ξέρετε είμαστ' ευγενέστατοι εδώ...

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε...
Δε θέλουμε ποιητές.

Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας.
Σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.

Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετ' ένα τηλεφώνημα.

Δε θέλουμε ποιητές.







Η ΓΚΑΡΣΟΝΑ

Μια χοντρή γκαρσόνα
με το πόδι το 'να
σπρώχνει το τραπέζι
το κουνά και παίζει.

Σαν χαζή γελάει
άπαφτα μιλάει
όλοι την κοιτάνε
και μ' αυτή γελάνε.

Μα λεφτό δε δίνει
τι θα πουν για 'κείνη
κι ούτε που τη νοιάζει
ποιος τηνε κοιτάζει.

Κι όταν ως κουνιέται
άνταφλα κοιμιέται
μοιάζει φορτωμένη
σκούνα βουλιαγμένη.








Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Σεπτές ακροβασίες
ανυπέρβλητες.

Πουλί εκεί πάνω δεν περνάει'
η σκιά των αγγέλων πέφτει μόνο,
εκεί που ακροβατούν οι αντίστροφοι
εκεί που οι μετανάστες κροταλίζουν.

Ανάμεσα ελπίδας και φρίκης
γερά δεμένο το γλιστερό σκοινί.
Ανάμεσα γλυκού και φρούτου
ο πικρός λόγος χτυπάει.

Ο κόσμος κάτω αδηφάγος καραδοκεί.
Το ακόντιο κοίλο και μέσα του
ελεύθερη η μπάλα η σιδερένια
(απ' την κουζίνα μυρίζει τσιγαριστό κρεμμύδι).

Ο ακροβάτης παίρνει στα χέρια του την ψευδή ράβδο.
Μήκη ασύστατα εκτείνονται κάτωθέ του.
Το ύψος ζαλίζει.
Μορφές αγαλμάτινες μαρμαρικές αιωρούνται-
φαντάσματα άσπρα και βαριά
μια σαθρήν εντύπωση στερεότητας εγκυμονούντα.
Σε κάθε πόδι του
δυο μαχαίρια εκκωφαντικά γυαλίζουν.
Ανάμεσά τους στάλες αιμάτινης βροχής.

Χτες ήταν η Joyce.
Σήμερα απλά η Waitress.
μα πιο πριν
λουλούδια στα μαλλιά
η γη στέρεα
κι η ράβδος ήτανε παιχνίδι σιωπηλό.

Μα πιο πριν
τα χέρια αγαπημένα σώματα άγγιζαν
Το αίμα ήταν στη θέση του.

Μα πιο πριν
ειρηνικές φέτες ψωμιού τα μαχαίρια χώριζαν
και τα σκοινιά μετρούσαν την αγάπη.
Οι μέρες ράγιζαν σά ρόδια
που σκάζουν μπρος σε κάποια πόρτα σφαλιστή
πριν μπει το πόδι μέσα για το πρώτο καλωσόρισμα.

Μα τότε ήταν άλλες εποχές
τα δέντρα υψώνονταν αγόγγυστα
το φως εφύτρωνε αβίαστα κάθε πρωί.
Οι βάρκες
διάφανες σαν μέδουσες
πλέαν ακίνδυνα.
Το χώμα στην αυλή ασβεστωμένο'
ρόδια στο πανέρι χρυσορόδινα'
μέσα στις γλάστρες
οι βασιλικοί ανέμιζαν αέρα μυρωμένον.
Ο ποδόγυρος του φουστανιού των κοριτσιών
σελήνη εθύμιζε αναίσχυντη και ιλαρή.

Λαχτάριζε τότε το βλέμμα-
όλα βλέπεις ήταν καινούργια...
τότε...τότε...
κι αυτό που κάνει τώρα
εκστατικά τότε το κοίταζε από κάτω.
Κι ούτε φαντάζονταν ποτέ ότι θα 'ρχόταν η σειρά του-
λες και το στόμα που 'λεγε τους αριθμούς
αυτόνε δε θα τον μετρούσε
ή ο δικός του αριθμός θα είχε κάπου παραπέσει.

Μα η καθυστέρηση άλλο τώρα
δεν ωφελεί'

πρέπει να πέσει'
πρέπει να τον λιανίσει του ανέμου το σπαθί
ολοσχερώς.

Λοιπόν φίλοι

καλήν αντάμωση.









ΚΑΤΙ ΛΙΓΝΕΣ

Κάτι λιγνές καμιά φορά, στιφές γεροντοκόρες
πηγαίνουν στο πλυντήριο τα ρούχα τους να πλύνουνε'
μαύρου ψωμιού θυμίζουνε τις ξεραμένες κόρες
που έρμες μετά το φαγητό κι αφάγωτες θα μείνουνε.

Αφού λοιπόν τα ρούχα τους πλυθούν, μετά τα βγάζουν
από τον κάδο το ζεστό και σοβαρά κι αμίλητα
σ' ένα πανέρι ψάθινο με τάξη τ' αραδιάζουν
με πείσμα σφίγγοντας κι οργή τα χείλη τους τ' αφίλητα.

Κι όταν καθώς διπλώνουνε τα ρούχα ένα ένα
φτάσουνε και στους άχαρους κι άχρηστους πια στηθόδεσμους
με όλο μίσος κι εχθρικό γύρω κοιτάζουν βλέμμα
σαν άσπροι που κυκλώθηκαν απ' άγριους ερυθρόδερμους.








GALINA..




Αν ήξερες Galina
πώς φέγγει ο ήλιος κάθε πρωί...
Τα ξανθά μαλλιά των μικρών κοριτσιών παίρνει
και μ' αυτά υφαίνει το στεφάνι του.
Τον πόνο παίρνει των ευκαλύπτων
φλόγα τον κάνει και μας πυρπολεί.
Με τις εκτεταμένες αγωνίες μας αχτίδες μάς τοξεύει.
Με τη φλόγα μας καιγόμαστε Galina...








ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

Πώς έτσι έφυγε κατ' απ' τα πόδια μας η γη
και μετέωροι βρεθήκαμε (και-ποια γη; ποια πόδια;)
Πώς έτσι χωρίς ψυχή κυκλοφορούμε (και τότε
τι 'ναι αυτό που μας σκοτώνει;)
Πώς έτσι στο κενό κενοί γυρνάμε;
Πώς έτσι βυθιζόμαστε;
Πώς μνήμες κενών πραγμάτων μας εξουσιάζουν
(κάποτε αυτά έγιναν;)
και πώς εικόνες του μέλλοντος μας διαπερνούν
(κάποτε αυτά θα υπάρξουν;)

Η μνήμη και η φαντασία αρρώστιες του μυαλού είναι'
αυτό που έγινε δεν έχει γίνει
εκείνο που θα γίνει δε θα γίνει
χτες ποτέ δεν υπήρξε
αύριο ποτέ δε θα υπάρξει.

Κηρύσσω το Πολίτευμα του Τώρα
και τη νέα γραμματική του.
Λέξεις όπως το "πάντα", το "ποτέ", το "θα"
το "αν", το "ίσως", το "κάποτε"
και όλες οι δηλωτικές
μέλλοντος και παρελθόντος λέξεις
πρέπει να διαγραφούν απ' το λεξιλόγιό μας.

Οι χρόνοι των ρημάτων πλην του ενεστώτα το ίδιο.
Πρέπει τα φρούτα να 'ναι ώριμα ή να μην είναι.
Πρέπει το φως να 'ναι αναμμένο ή σβηστό.
Πρέπει να τρέχει ή να μην τρέχει το νερό.
Πρέπει να ζεις ή να μη ζεις-και τίποτ' άλλο.

Κηρύσσω το Πολίτευμα του Τώρα
(οι πληγές του δεν είναι αρκετές;)

Η ζωή μας είναι Τώρα.
Από το 'ταύ" μέχρι το "άλφα" του όλα διανύονται.
Μόνο όταν στα τέσσερα γράμματά του μέσα πλέουμε,
μόνο τότε είμαστε.
Και ιδού η τελευταία πρόταση σύμφωνα με τη νέα γραμματική μου:
στα τέσσερα γράμματά του μέσα πλέουμε,
είμαστε.








ΘΑ 'ΞΕΡΑ ΚΙΟΛΑΣ

Αν ήσουν κοντά μου
σε κάποιας μικρής σου φροντίδας τον κύκλο
θα έμπαινα να ξαποστάσω.

Τότε το χιόνι δε θα ήταν παγωμένο σάβανο
αλλά ζεστός μανδύας και χαρά στο μάτι'
του αέρα τα σφυρίγματα δε θα 'κρυβαν φαντάσματα'
οι σκιές της νύχτας θα 'ταν σκιές και τίποτ' άλλο.

Αν ήσουν κοντά μου θα πότιζες
με υγρή καλοσύνη τις ρίζες μου
κι εγώ θα ξανάνθιζα σαν νιόφυτος κρίνος.

Θα έλυνες τις πιο βαθιές μου απορίες-
πού βρίσκει το χρυσάνθεμο το άρωμά του
γιατί ο ήλιος χάνεται τη νύχτα
ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο της πέτρας.

Και θα με κύκλωνες από παντού
σαν χάδι ερωτικό
πολυδύναμο
και θα με μάθαινες-θα 'ξερα κιόλας
πόσο απέχουν οι πηγές του Τώρα από το Τώρα
και πόσο οι ρίζες του Εδώ απ' το Εδώ.

Ανέγνοιος κι ευεπίφορος θα 'στεκα στην ποδιά σου
σαν σπουργιτάκι αδύναμο σε σίγουρη φωλιά
και θα 'τανε ο θάνατος
κοντά μου αν ήσουν


μια τρυφεροπολύγνιαστη σταγόνα ευτυχίας
που ήρεμα θα ξεχείλιζε τ' ολόγιομο ποτήρι.







ΘΟΡΥΒΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
(8741 OWENSMOUTH , CANOGA PARK)

Τις ώρες τις μικρές:
η πόρτα που ανοιγοκλεί γι αυτούς που αργά γυρίζουν.
Η βορινή μου διπλανή που μαγειρεύει, πλένει,
και κάνει όλες τις δουλειές νύχτα παρά ημέρα.
Οι μεξικάνοι που μιλούν δυο-δυο, τρεις τρεις αντάμα
θυμίζοντάς μου τις παλιές βεγγέρες στην πατρίδα.
Οι κλαγγές από τα ξίφη τ΄ ασημένια της σελήνης
που χτυπάνε στ' ατσαλένια των λαμπτήρων της αυλής μου
σ' εν' αγώνα για τη νύχτα και για την ψυχή του ανθρώπου.
Το ψυγείο μου που βρυχιέται σα λιοντάρι κουρασμένο.
Το ρολόι μου που μέσα στης νυχτιάς την ησυχία
μοιάζει σαν βαριά καμπάνα σε μεγάλη εκκλησία.
Η νοτινή μου διπλανή που ηδονικά βογκάει
κάτω από έναν εραστή καινούργιον κάθε τόσο.
Η βουή του σύμπαντος καθώς απλώνεται ολοένα.
Κλάμα μωρού από κάτω μου-νομίζω από το πέντε.

Τις ώρες τις μεγάλες:
Ο εφημεριδομοιραστής που τρέχοντας πετάει
εφημερίδες δω και κει κανείς που δε διαβάζει,
κι οι πονεμένες, απαλές, φωνούλες των γραμμάτων
όταν χτυπάει το χαρτί επάνω στο τσιμέντο.
Η βουή του σύμπαντος καθώς απλώνεται ολοένα.
Του Πόνου το φτερούγισμα μες στο κλουβί της πλάσης.
Κάποιος που τρεις φταρνίζεται φορές λίγο πριν φέξει.
Η νοτινή μου διπλανή που αφού βροντά την πόρτα
με βήματα τρανταχτερά διασχίζει την αυλή μας
πηγαίνοντας για τη δουλειά.
Κουδούνισμα τηλέφωνου κάπου από μακριά-
κουδούνισμα επίμονο και συνεχές για ώρα
(χρόνια εννιά κάθε αυγή
για ποιόνε να σημαίνει..
και από ποιόνε..και γιατί..)
Της νύχτας η περήφανη αναφορά στη μέρα.
Υπόκωφο κι απόκοσμο κι ανήλεο και στριγγό
του ήλιου το σκαρφάλωμα ως τη ράχη του βουνού
και από κει ψηλότερα ώσπου παντού να λάμψει
τη στοργική σκοτώνοντας και πάλι κι άγια νύχτα.

Το ψυγείο.
Το ρολόϊ.







ΛΕΣΛΥ ΑΠΡΟΣΕΧΤΗ

Η Λέσλυ με μι' απρόσεχτή της κίνηση
έπεσε όλη πάνω μου άθελά της
κι όλα δικά μου γίναν τα δικά της
αυτά που μέχρι τώρα δεν μπορούσα
ούτε ο δόλιος να υποψιαστώ.
Κι απ' τη γλυκιά που ένιωσα συγκίνηση
κι ενώ αυτή μου ζήταγε συγνώμη
με μια φωνή εγώ λαμπροφορούσα
("τάχα γιατί;" θ' αναρωτιέται ακόμη)
της είπα ένα βαθύ ευχαριστώ.






Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΘΑΝΕ

Αγνέ Σωτήρη, αγνότερε από της μυρτιάς τα φύλλα
πού πήγε η καλωσύνη σου; πού πήγε η αφοβιά σου:
Εσέ που κάθε πρωινό πρώτον το φως σ' εφίλα
που πρώτα έλεγε η αυγή σε σένανε το γεια σου..

Σωτήρη αγνέ κι αλύγιστε το πρόσωπό σου τώρα
ποια πλάση τάχα το φιλά; ποιος τάχα τώρα φίλος
κρέμεται απ' τη μελίρρυτη του στόματός σου οπώρα;
Των ιδεών σου ποιος τρυγά το βάθος και το ψήλος;

Σωτήρη, φίλε αειθαλή στον φιλοβόλο κόσμο
έλα και πάλι ανάδεψε και μύρισε το δυόσμο'
Αχ! Κι αν στα ουράνια μάχονται χίλιες για σένα πλάσες'
κι αν οι νικήτρες ακριβό στολίδι τους σε κάνουν
μα ένας του πόνου στεναγμός μύριες αξίζει ανάσες-
α! χίλιοι κόσμοι όπου αλλού, τον ένα αυτό δε φκιάνουν.




Ο ΜΑΞ

Ο Ρότζερ ο Κούτζο κι ο Μαξ
καλά μας φυλάγουν εμάς'
κι ενώ μες στον ύπνο δοσμένοι
κοιμόμαστ' εμείς κουρασμένοι
ξυπνάμε καθώς εναλλάξ
γαυγίζουν ο Κούτζο κι ο Μαξ.

Εσχάτως το δόλιο το Μαξ
τον χτύπησε μ' όπλο ένας βλαξ.
κΚαι παν τα παλιά του τα κλέη
και τώρα τα λοίσθια πνέει.
Και είναι το τραύμα διαμπάξ
που τώρα σκοτώνει το Μαξ.







Ο ΣΚΥΛΟΣ

Είναι φορές που ολονυχτίς ο σκύλος μου γαυγίζει.
Καθώς το σπίτι κι η αυλή λούζονται στο φεγγάρι
κι εγώ τον πρώτο ύπνο μου έχω επιτέλους πάρει
ατέλειωτα γαυγίσματα εκείνος τότε αρχίζει.

Ειν' ένα γαύγισμα συρτό, μονότονο και πράο
που δίχως μια προσπάθεια του βγαίνει από το στόμα
ενώ στητό κι ακίνητο μένει όλο του το σώμα.
Ξυπνώ και στο παράθυρο ξαγρυπνισμένος πάω.

Αλλά δε βρίσκω αιτία καμιά όσο πολύ κι αν ψάξω
που του υπάκουου σκύλου μου τη στάση να εξηγήσω-
που δε μ' ακούει ακόμα κι αν με δύναμη φωνάξω'
και το αναίτιο γαύγισμα στο φως το φεγγαρίσιο
αίνιγμα είναι που αν κανείς θελήσει να το λύσει
πρέπει να πάει αμέτρητες χιλιάδες χρόνια πίσω.








Ο ΚΑΫΜΟΣ

Η π' αγαπώ είναι μακριά
και πώς να της μιλήσω
και πώς λογάκια να της πω
και πώς να τη φιλήσω...

Ήλιε που ακούραστα γυρνάς
σα θα βρεθείς κοντά της
στείλε μι' αχτίδα σου χρυσή
πα' στα χρυσά μαλλιά της

και πες της ό,τι θα 'θελα
να της ειπώ-μ' ακόμα
ένα σου δώσε της φιλί
ολόγλυκο στο στόμα-

όμως χωρίς να της ειπείς
εγώ πως σ' έχω στείλει.
Και πες μου, όταν άγγισες
τα δυο μελένια χείλη

το καλοδέχτη ή θύμωσε
με το γλυκό φιλί σου'
γιατί αν το καλοδέχτηκε
το φίλημα μαζί σου

να ξέρω-για μιαν άπιστη
να μη με τρώει εμένα
και της αγάπης ο καημός
εδώ στα μαύρα ξένα.









ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ

Στης αγοράς τη χλαλοή
που κάθε μέρα συντυχαίνω
ένα γελάκι ευτυχισμένο
μου 'δωσε σήμερα ζωή.

Μέσα στο κάρο μου εγώ
εξαφνικά της είδα έξω
κι ως δεν μπορούσα εκεί να τρέξω
κινώ το χέρι και γελώ.

Αυτή με βλέπει και γελά
και μου κινεί κι αυτή το χέρι-
για μια στιγμή γλυκό μου ταίρι
μέσα στη μέρα που κυλά.

Κι ως μες στον κόσμο να χαθεί,
η μαυρομάτα μου γελούσε
ενώ η χαρά μέσα μου ανθούσε
και η λαχτάρα είχε απλωθεί.

Και πάλι ακούστηκε η φωνή
που ανοιγοκλείνει την παγίδα:
"καραγκιοζάκι πήδα! πήδα!
σου ετραβήξαν το σκοινί!"









ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙ

Μια κούκλα από τις όμορφες τις πλαστικές εκείνες
που τις βιτρίνες των λαμπρών των μαγαζιών στολίζουν
απέραντα, ασυγκράτητα κι ασίγαστ' αγαπώ.
Της το 'πα' δε με κράτησε ο φόβος μην ντραπώ
κι ούτ' έκρυβα τα μάτια μου που αγάπη καθρεφτίζουν
ούτε προτού να της το πω σκεφτόμουνα για μήνες'

κι εκείνη δεν εμόρφασε μ' αηδία ή με "λύπη"
και ούτε με παράξενο με κοίταξε ένα βλέμμα
σα να μου λέει: "μπορείς και συ γι αγάπη να μιλάς;
μπορείς και συ αληθινά να ξέρεις να φιλάς;
μπορεί κι εσέ πιο κόκκινο να γίνει σου το αίμα
και της καρδιάς σου πιο γοργοί να γίνουνε οι χτύποι;"

για ν' απαντήσει μέσα της αμέσως: «βέβαια κι όχι»
και να με διώξει σίγουρη ότι δεν κάνει λάθος.
Μονάχα στέκονταν ορθή ακούοντας σιωπηλά
ενώ άφηνα του λόγου μου το ρυάκι να κυλά
και να της λέει για το άσβεστο που μ' άναψε το πάθος
στου κόσμου συτού την άξενη που βρέθηκα την κώχη.

Μια μέρα που τα ψώνια μου θα έχω τελειώσει
απ' το λαμπρό κατάστημα εκείνο θα περάσω,
θα βρω τον ιδιοκτήτη του και κει ορθά κοφτά
δίνοντας ακατέβατα όσα μου πει λεφτά
το φως που τη βιτρίνα του στολίζει θ' αγοράσω
(σα δει το χρήμα πως κρατώ αμέσως θα τη δώσει).

Κι έτσι για πάντα δίπλα μου θα 'χω μι' αγαπημένη
που όχι σ' ό,τι της ζητώ ποτέ της δε θα λέει.
Τις νύχτες στο κρεβάτι μας θα πέφτουμε αγκαλιά,
όλα όσα μέσα μου κρατώ θα παίρνει τα φιλιά,
δε θα γελάει ψεύτικα ούτε ψεύτικα θα κλαίει,
και στις στιγμές τις μυστικές θα ξέρει να σωπαίνει.

Τα βράδια θα γυρίζουμε στις σκοτεινές παρόδους
(τη μέρα αν τήνε βλέπανε μπορεί να μου την κλέψουν)
λίγο για ν' αναπνεύσουμε αέρα καθαρό-
κι ύστερα αμέσως έρωτα που τόσο λαχταρώ'
και ολ' αυτά όσοι κουτοί αρνούνται να πιστέψουν
της τεχνικής στη σκέψη τους ας φέρουν τις προόδους.








ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ' ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ -1996


Ο χώρος ανοιχτός.
Κόσμος πολύς.
Τραγούδια στη διαπασών.
Βουή χαρούμενη του κόσμου.
Πανηγυριώτικα παιχνίδια.

Ας κάτσω εδώ βλέποντας προς την πίστα.

Μια νεαρή ντυμένη κόκκινα έχει χώσει το κεφάλι της
ανάμεσα στα σκέλια του συντρόφου της μα-αλίμονο-ξερνάει.

Ένας Αρμένης ξελαρυγγίζεται: Λίζαααα...Λίζαααα...

Μια φιλιππινέζα φοράει το παπουτσάκι του στο παιδί της' εκείνο κλαίει.

Πώς σειέται κείνη η μαυρομάτα..

Μπύρες, σουβλάκια, σόδες, κοτόπουλα...
Καλά πήγε η μέρα.
Ουρές στα ταμεία.
Ο παπάς θα πάρει καινούργιο αυτοκίνητο.

Να και ο χορός που οι γυναίκες αυνανίζονται όρθιες και ντυμένες.

Ακόμα η κόκκινη ξερνάει ένα καφέ υγρό. Ανάμεσα σε δύο εκτοξεύσεις της ψελλίζει: It's from the ouzzzo...

Δυο παιδάκια χαμένα μέσα στο μαλλί της γριάς.

Μια ποθογεννημένη με σταμπαρισμένον στο μπλουζάκι της έναν αρχαίο ναό.
Η δεξιά της ρόγα γκρεμίζει διαρκώς ένα του κιονόκρανο.

..Μα κουφή είναι αυτή η Λίζα;..

Κλείνω τ' αυτιά μου. Ο θόρυβος γίνεται ονείρου.
(Πώς με μια κίνησή μου αλλάζουν όλα!..)


Ξάφνω απ' το μεγάφωνο: "Hercules to the office please..."
Έχει γούστο...
...αλλά όχι-ένα γεροντάκι σηκώνεται
και με δυσκολία προς το γραφείο τρεκλίζοντας βαδίζει.

Η Λίζα τέλος άκουσε και γύρισε.
Ο πατέρας της την ενημερώνει: "εδώ είμαστε!"
Ανοίγω τ' αυτιά μου. Κι εγώ
εδώ είμαι πάλι.

"Πρόσεχε το ζουμί!" φωνάζει μια κυρά στον άντρα της που προπορεύεται
κρατώντας ένα πιάτο λουκουμάδες.

Δίπλα μου περνάει η ξανθούλα που κάποιος θα μπορούσε
να ερωτεύεται τις κνήμες της αιωνίως και αυτοτελώς.

Η κόκκινη συσπάται χωρίς να βγάζει τίποτα πια.
Μετά τριάντα χρόνια θα λέει σε κάποιονε: "θυμάμαι στο ελληνικό πανηγύρι
το ενενηνταέξη ξέρναγα συνέχεια".
Κι όταν το λέει αυτό
η μαυρομάτα μπορεί να 'ναι και γιαγιά.
Το κάρο του παπά θα είναι παλιοσίδερα
κι ο ίδιος ο παπάς μια χούφτα βρώμιο χώμα.
Η Λίζα θα φωνάζει η ίδια τώρα στο παιδί της σε κάποιο πανηγύρι ελληνικό για να του πει: "εδώ είμαστε".

"εδώ"...
"είμαστε"...
Ψεύτικες λέξεις ψεύτικων ανθρώπων-
η μόνη αλήθεια τους...



Η ΖΩΗ

Η καρέκλα σηκώθηκε βαριεστημένη. "Θα πάω έξω" είπε.
Ο καναπές πήγε στο παράθυρο, παραμέρισε την κουρτίνα και "κάνει κρύο έξω" της είπε, "πού θα πας;"
Την έπιασε από το χέρι- "πες μου" της είπε πάλι "πού θέλεις να πας;"
Εκείνη τον έσπρωξε λέγοντάς του "με πονάς!"
Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.
Εκείνος, χλωμός μετά απ' αυτή τη σκηνή και χολωμένος που ασυγκράτητος δείχτηκε, στάθηκε όρθιος στο παράθυρο μπροστά.
Αυτή, αγέρωχη στην αρχή, ήπια κατόπιν, κλεισμένη μέσα στο άψογο τετράγωνό της, έφτιαξε το φόρεμά της.
"Στο είπα-αν δε σ' αρέσω έτσι να μ' αφήσεις ήσυχη. Στο κάτω κάτω αυτό είναι το σπίτι μου".
Έκατσε νευριασμένη
Εκείνη τη στιγμή δυο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο. Ο ένας κάθισε στην καρέκλα βγάζοντας τα χαρτιά του. Ο άλλος βάζοντας τον καναπέ στη θέση του ρώτησε: "μα γιατί αυτός ο καναπές είναι όρθιος;"
Ύστερα όλα έγιναν με την κανονική τους σειρά.








ΗΛΙΕ

Ήλιε γιατί να δύσεις
στάσου ψηλά εκεί
τη θέα μη μας στερήσεις
αυτή τη μαγική.

Ποια διάτα ακολουθώντας
την πρωινή χαρά
σκοτώνεις, πίσω σβηώντας
από ψηλά βουνά;

κι αφήνεις τ' ουρανού σου
τα πλάτη κι η ερμιά
πλακώνει τους πιστούς σου
κι η νύχτια παγωνιά;

Και πες μου εγώ που θα 'βρω
τον ήλιο που δε δύ'-
το μάτι χρώμα μαύρο
ποτέ του να μη δει;

Γιατί μας κοροϊδεύεις
γιατί μας ξεγελάς
γιατί να μας παιδεύεις
να σβήνεις...να περνάς...

Ήλιε ακινητήσου
ποτέ μη δύσεις πια
δίνε τη δυνατή σου
για πάντα τη φωτιά.

Στης δύσης μη-μη γέρνεις
τη λάγναν αγκαλιά
της μέρας μη μας παίρνεις
τα ολόλαμπρα φιλιά.

Μαρμάρωσε. Πετρώσου.
οι αχτίδες σου καρφιά
να γίνουν να στεριώσουν
της γης την ομορφιά.

Κι αχάλαστη εκείνη
να υπάρχει μες στο φως
που ο κύκλος σου θα δίνει
για πάντα φανερός.

Αιώνια να 'ναι ταίρια
η μέρα κι η ζωή
σαν άσπρα περιστέρια
φιλιά κι όλο πρωί.

Και λάμπε στα ουράνια
και φώτιζε ως δώ
με φεγγοβόλια σπάνια
με λάμπος κραταιό.

Α! Ήλιε! αν να βγαίνεις
ήτανε το πρωί
και βράδυ να πεθαίνεις
κάλλιο μην είχε βγει.


Α! Ήλιε! χάρισέ μας
το φωτεινό αεί
κι αν όχι σκότωσέ μας
ετούτο το πρωί.








Η ΦΙΛΗ


Είχα μια φίλη που έφυγε απ' την Ελλάδα όταν
η ελπίδα μες στα μάτια της ακόμ' αναπαυόταν
και πήγε στην απόμακρη πλούσιαν Αμερική.

Το πρόσωπό της έλαμπε από ζωή και φλόγα
τα βράδια ο ήλιος κούρνιαζε στου στήθους της τη ρόγα
και φως και ζέστα εμάζευεν ολονυχτίς εκεί.

Κι έφυγε' και μας άφησε να κλαίμε στη φυγή της'
και παίρνοντας τα όνειρα και τη χαρά μαζί της
ξεδίπλωσε ολόλευκα πανιά στον κρύο αέρα'

κι ακόμα όταν έφτανε στην ξένη γη το πλοίο
αυτή γελούσε ολόδροσα σαν εν' ακόμ' αστείο
να 'ταν και το ταξίδι της κι η ζήση εκεί πέρα.

Τριάντα χρόνια πέρασαν και το 'φερε η μοίρα
κι όπως αυτή, έτσι κι εγώ, τους ίδιους δρόμους πήρα.
Και ζήτησα όταν έφτασα τη φίλη μου να δω.

Μ' αντίς γι αυτή με στείλανε σε άψυχο ένα σώμα
που ας με γνώρισε αυτό, εγώ και τότε ακόμα
ενόμισα πως λάθεψα και πήγα σ' άλλη οδό-

εγώ θυμόμουν με χαρά και φως να 'ναι γεμάτη'
τώρα κενό κι ανέκφραστο με κοίταζε το μάτι
κι άχρωμη μια κι αγνώριστη μου μίλαγε φωνή'

κι αυτή φαινόταν να 'τανε μ' όλα τα γύρω ξένη
μηχανικά περπάταγε και σαν υπνωτισμένη
σα μαραμένο να 'τανε από καιρό κλωνί.

Χίλιες φορές καλλίτερα να την κατείχε η θλίψη
ή στην ψυχή της άκλειστες πληγές να είχε ανοίξει
του Πόνου το μαχαίρωμα-της Λύπης η κραυγή

παρά που ήταν σα σβηστός λύχνος που ακόμα σβήνει
ή σαν κορμί που ακόμα ζει γιατί δεν έχει μείνει
τίποτα πλέον ζωντανό εντός του για να βγει.

Και όταν μιαν ανθρώπινη ελπίζοντας να δρέψω
ματιά, το έλος τόλμησα λιγάκι ν' αναδέψω-
κι όταν το λόγο έφερα στην τοτινή χαρά

ένα τρελό που τράνταζε τα μαραμένα στήθη-
ένα τρελό κι απόκοσμο γέλιο μου αποκρίθη
σα χίλια όρνια να 'κρουαν τα μαύρα τους φτερά.









ΚΑΠΟΙΑ

Κάποια τραγουδάει το τραγούδι μου.
Κάποια
με τα δικά μου χέρια χαϊδεύει τα τριαντάφυλλα.
Κάποια
μόνη στο πλήθος μέσα με γυρεύει...
Κάποια αποπέμπει τις ελπίδες
και μες σ' ακίνητα νερά σιωπηλή λάμνει.
Κάποια ορθή κι αμέτοχη στέκει
προσμένοντάς με για να τήνε ζήσω.

Κάποια
το βράδυ κάθεται στο τζάκι της μπροστά
και με τα χέρια της στις φλόγες γυρισμένα
βλέπει εντός τους τη μορφή μου
ακλόνητη κι ασίγαστη κι αδημονούσα.

Κάποια
με τα νύχια της υπομονής
ξεσκίζει κάθε μέρα την καρδιά της
μην ξεχαστεί και δεν πονεί-
μη και χαρεί μια μέρα.

Κάποια
περνά παραμερίζοντας τα σμήνη των μικρών ερώτων'
κάποια τις κρήνες αγνοεί και αξεδίψαστη
την ίδια την πηγή γυρεύει'
κάποια μιλά στους γύρω με το στόμα
φυλάγοντας τις άλλες της φωνές'
κάποια όταν πληγώνομαι πονεί'

κάποια
ένα ποίημα γράφει τώρα σαν αυτό
και στέκει ορθή κι αδάμαστη
προσμένοντάς με για να τήνε ζήσω.









ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Γενέθλια του Λος Άντζελες-
κλείνει τα εκατόν τριάντα τρία χρόνια...
Centenial Chatchworth...

Γιορτές και πανηγύρια...
Μα ούτε ολιγοήμερο έμβρυο
δεν ειν' εδώ ακόμα η Αρετή.

Τι θέλω εγώ σ' αυτό τον κόσμο μέσα;
Πώς να χαρώ εγώ με τέτοιες φιέστες;
Και όταν είμαι μέτοχος
στο πιο λαμπρό κι αλάθητο μνημείο
γιατί να ορθώνω πέτρες ακαλαίσθητες
ασύμμετρες, ογκώδεις κι αιχμηρές
σε ό,τι αυτοί αλλοπρόσαλλα οικοδομούν;

Ας πάω στον τόπο μου λοιπόν.
Ας πάω στην πατρίδα.
Εμείς έχουμε χτίσει τις γιορτές μας
και μέσα υπάρχουμε σε μίαν αιώνια φιέστα.

Από γιορτές και φιέστες πια εμείς…
κατάμεστοι.








Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΙΑΤΟΠΟΥΛΑ

-Μικρή χωριατοπούλα απ' το Μαϊάμι
γιατί σε τρίχινο ξαπλώνεις χράμι;
-Το τρυφερό τρυπάει το κορμί μου
και κόβει τη φωτιά και την ορμή μου'

κι αν λύσεις της ποδιάς μου το φιογκάκι
καυτό θα σου χαρίσω ένα φιλάκι'
και μόνο να μου άγγιζες το χέρι
λαμπρό θα σου εχάριζα εν' αστέρι.

-Μικρή χωριατοπούλα γιατί τρέχεις;
γιατί ολόημερα στασό δεν έχεις;
-'Ποσταίνοντας τις μέρες στα λαγκάδια
πιο ήρεμα διαβαίνουνε τα βράδια'

κι αν έρθεις στη στιγμή θα σου χαρίσω
τ' ωραίο το πουλί το παραδείσιο
και όλα θαν' της Άνοιξης τα μύρα
δικά σου αν θα κρούσεις μου τη θύρα.

-Μικρούλα μου, άφησέ με να βοηθήσω
εγώ τα ξύλα σου να κουβαλήσω.
-Αψήφιστο αυτό μπροστά στο άλλο
τ' αβάσταγο το βάρος το μεγάλο.

Κι αν λύτρωση από κείνο θα μου φέρεις
θα μάθεις μυστικά που δεν τα ξέρεις'
κι αν λύσεις των μαλλιών μου τις πλεξίδες
τα χάδια θα σου δώσω που δεν είδες.








ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ

Ενώ μισώ της τεχνικής τις νέες προόδους
που σε παρόδους οδηγούν αδιεξόδους
για το ραδιόφωνο έπαινοι μόνο και αίνοι
από το στόμα μου ανθούν-κι αυτό συμβαίνει

γιατί κοντά μου φέρνει εσάς φωνές ναζιάρες
φωνές θερμές, χαδοπλεγμένες, ερωτιάρες'
γιατί κοντά μου φέρνει εσάς φωνούλες θείες
φωνές γλυκές-αγαπημένες-γυναικείες.













ΑΠΟΨΕ ΠΛΗΤΤΩ

Απόψε πλήττω-πρέπει να βγω
να πάω στο πάρκο-ν' αναπνεύσω
στ' αγνό της φύσης κρυφό σκολειό
πρέπει απόψε να μαθητέψω.

Πρέπει το κάθε μου λυπηρό
το πάρκο απόψε να μου το πάρει'
πρέπει στο ξύλο μου το ξερό
χλωρό ν' ανθίσει κάποιο κλωνάρι.

Και πρέπει ακόμα να δυνηθεί
το βλασταράκι μου να καρπίσει
πρέπ' η ελπίδα να μη χαθεί-
κάτι ατέλειωτο έχω αφήσει.









Η ΓΡΙΠΠΗ


Α! Τι καλά να 'σαι άρρωστος
από τη θεία γρίπη
ναν' ο καφές σου άνοστος
και άοσμοι οι κήποι!

Να σε πονούν τα κόκκαλα
και να σου τρέχ' η μύτη
ν' ακούς πουλιά γλυκόλαλα
μες στο ίδιο σου το σπίτι.

Να βλέπεις τον αντίχειρα
τεράστιον του χεριού σου
και ν' απορούν ανίσχυρα
η λογική κι ο νους σου.

Στον πυρετό να ψήνεσαι
αλλά να μη το νιώθεις'
απ' τα υγρά να πίνεσαι
κι ας είσαι συ ο πότης.

Α! Πώς η γρίπη θα 'θελα
αιώνια να κρατούσε-
να πλέει η ζωή σε διάσελα
που πριν δεν το μπορούσε.

Ναν' όλα ένα όνειρο
αλλά να είσαι ξύπνιος'
στο μέτωπο ξυδόνερο
να 'χεις όσο είσαι ύπτιος

κι αν ξεχαστείς κι ως στέκεσαι
γυρίσεις το κεφάλι
ολόστεγνος να αιστάνεσαι
σαν άνυδρο ακρογιάλι.

Να έχεις πονοκέφαλο-
να 'χεις καρηβαρία
να ιδρώνει το προσκέφαλο
απ' την πολλή αγγαρεία΄

κι η ζάλη η καλοπρόφταστη
κι η ζάλη η 'βλογημένη
η ζάλη η ζαχαρόπλαστη-
η ζάλη!- να σε δένει

μέ τέτοια χάδια ανάλαφρα
που πια το χώμ' αφήνεις
κι αργοπλανιέσαι άπαυτα
στα πούπουλα μιας δίνης

που κάνει τα μηνίγγια σου
πουλιά που φτερακίζουν
σαν τα φτερά του Πήγασου
που-νάτα! σε αγγίζουν.

Και κει ψηλά να έρχονται
μαζί σου οι ασπιρίνες
στο πλάϊ σου α στέκονται
και ν' αρχινούν εκείνες

διόλου χωρίς να ντρέπονται
σαν φίνες ερωμένες
τα λόγια που δε λέγονται
να λένε σαστισμένες.

Να λιώνεις από αγνότητα
να πνίγεσαι στο κάλλος
και να παινιέσαι αδόκητα
λες είσαι κάποιος άλλος

ή να 'χεις λες την άβυσσο
για πάντοτε αφήσει
και να 'σαι στον παράδεισο
Αδάμ πριν αμαρτήσει.

Ω! Τι καλά έτσ' η άβολη
να φεύγει σου η λύπη
και τη χαρά την άδολη
να φέρνει μία γρίπη!

Ω! Τι καλά να βρίσκεσαι
στης γρίπης το κρεβάτι
και σε ζεστά να νήχεσαι
υγρά με λάμπον μάτι!

Τι ωραία να λυτρώνεσαι
απ' όλες σου τις έγνοιες
και σε στρωσιές να στρώνεσαι
ζεστές και μεταξένιες!

Ω! Τι καλά που αιστάνεσαι
σ' άλλη να ζεις μια πλάση
και μέσα της να χάνεσαι
σαν μέσα σε γιορτάσι-

Ω! Τι καλά να 'σαι άρρωστος
από τη θεία γρίπη
ναν' ο καφές σου άνοστος
και άοσμοι οι κήποι...








Η ΞΑΔΕΡΦΟΥΛΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ
Η ΕΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Μετά σαράντα χρόνια που είχε να με δει
να μου τηλεφωνήσει ή να μου γράψει
ήρθε και μ' είδε για να παραπονεθεί
πως την εξέχασα.

Από μικρή
χαζούλα ήταν η καημένη.

Της δήλωσα ορθά κοφτά κι εγώ
δεκάρα πως για συγγενείς δε δίνω.

Μετά απ' αυτό ελπίζω να εννοήσει
και πια να μη και πάλι μ' ενοχλήσει.









ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Οι ιδέες που μπορούν να γίνουν ποιήματα
σαν ψάρια πηγαινόρχονται στη θάλασσα
του νου του ποιητή. Και κείνος
ένα καλάμι όλο κι όλο έχοντας
στη θάλασσα το ρίχνει,
και πιάνει κάθε τόσο κι ένα ψάρι-πάει να πει
ποίημα κάνει μιαν από τις τόσες του ιδέες.







ΞΕΦΤΑ

Τα πρωινά οι φωνές σαν παύουν των πραγμάτων
κι ακόμα πριν καλά καλά η ηχώ τους να σβηστεί
έρχετ' η ώρα των πολλών μικρών πικρών θανάτων
την πόρτα της ανίας μας να κρούσει την κλειστή.

Σαν βόμβος από μέλισσες, σαν μούρμουρο ρυακιού
διαβαίνει από μέσα μας και στους ανέμους πάει
και κάποιο ρίγος μας περνά σαν παίξιμο ματιού
μες στις αισθήσεις μας καθώς τυφλά φτεροκοπάει.

Κι ως βγαίνει από μέσα μας κάτι μας έχει πάρει
κι η μέρα μας πιο άχρωμη κι ασήμαντη αρχινά
όπως η μέρα μιας κλωστής που από το κουβάρι
χρόνια κομμένη, όλο και πιο καθημερνά ξεφτά.







ΚΑΥΚΑΣΟΣ

Ένα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω μας ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.








ΤΕΛΕΙΑ

Τον έκλεψ' ένας φίλος
μια φίλη του 'χε φύγει
και τού 'λειψεν ο ζήλος
για της ζωής τα ρίγη.

Και μ' ένα πυροβόλο
της πλούσιας συλλογής του
δια μιας εμέτρησε όλο
το χρόνο της ζωής του.


Αξιέπαινος η πράξις
κι η πρόθεσις τιμία
κι απ' όπου την κοιτάξεις
προδίδει ευαισθησία.

Αυτή όμως η λύσις
για τέλεια θα μετρούσε
αν είχε αυτοκτονήσει
ενόσω ευτυχούσε.







ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

ΟΙ γυναίκες ντύνονται με τ' ακριβά τους ρούχα
στολίζονται με τα χρυσάφια και με τα διαμάντια τους
και στα σαλόνια πάνε
και συζητούν "δια τέχνην υψηλήν"
και παίζουν πιάνο...

Και κάθονται στον καναπέ σαν να λένε:
"κοιτάξτε με πόσο ντυμένη είμαι-
και φανταστείτε με γυμνή..."

Και σηκώνουν το ποτήρι της σαμπάνιας
με λεπτές κινήσεις των δακτύλων σαν να λενε:
"κοιτάξτε αυτά τα χέρια...
δεν πιάνουν τίποτ' άλλο απ' το ποτήρι.
Και φαντασθείτε..."

Και:"κύριε βαρώνε", λένε,
"παρακαλώ μπορώ να έχω..."
ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τριγύρω σαν να λεν:
"ακούτε; Λόγια τόσο μόνο ευγενικά
λέει το στόμα μου.
Και φαντασθείτε..."

Ύστερα γυρίζουνε στο σπίτι
αφού προσεκτικά τινάξουνε πριν μπουν
τις νότες που 'χουνε σκαλώσει επάνω τους'
κι η ηδονή γι αυτές είναι η πρώτη,
να βγάλουν τόσα ρούχα.

Μετά πατούν στον Πούσκιν
για ν' ανέβουν στο κρεβάτι όπου
η δεύτερη τις περιμένει
μακριά 'πο ψεύτικες ευγένειες
και μασκαρέματα.

Και όταν αποκοιμηθούν
ο Σαίξπηρ ένα ράκος
ανάμεσα στα πόδια τους.








ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

Αχ! Πόσο το 'θελα πολύ αυτό δαχτυλίδι!
Ένα κενό που μέσα μου με γέμιζε γεμίζει.
Και όπως στον παράμεσο τυλίγεται σαν φίδι
η σιγουριά που μου γεννά το νου μου τον ζαλίζει.

Έχω κι εγώ επάνω μου ένα πράγμα που να λάμπει
κάτι που δίχως να 'ξερα το είχα ανάγκη τόσο'
κάτι που μες στη ζήση μου αδιάσπαστα θε να 'μπει'
κάτι που άφοβα μπορώ δικό μου να το νιώσω.

Κάτι ζεστό το χέρι μου αγγίζει επιτέλους.
Κάτι κοντά μου είναι πολύ-με συντροφεύει κάτι
και μοιάζει αυτή μου η αίσθηση ναν' η αρχή του τέλους
των συφορών που ολοζωής μου σκότιζαν το μάτι.

Τώρα η γυμνότης των χεριών δεν ενοχλεί-ορισμένως
κάτι έπρεπε οπωσδήποτε σ' αυτή τη θέση να 'ναι-
πάντα μου ήταν άφιλα κι εγώ τους ήμουν ξένος
τώρα η φιλιά κι η γνωριμιά τους δύο μας μεθάνε.

Κι όταν προβάλω απ' τη γωνιά στης αγοράς το σάλο
της γειτονιάς θα με θωρούν οι νέοι οι ταλαντούχοι
κι αποθαυμάζοντας θα λεν σιγά ο ένας στον άλλο:
"μάγκες, ο τύπος έρχεται το δαχτυλίδι που 'χει".

Με το λευκό του δέρματος ταιριάζει ανυπερθέτως
και με το σχήμα του χεριού αδιασπάστως δένει'
Ω! Φίλοι! Μες στη ζήση μου κάτι θ' αλλάξει φέτος
κάτι θαρθεί αγαπητό-χαρά με περιμένει.

Ω! Τα χρυσά-τα μαγικά-τα λάγνα δαχτυλίδια
πώς τη χαρά την άπιαστη χειροπιαστή μας δίνουν...
Ω! τα χρυσά-τ΄αστραφτερά-τα λάμποντα στολίδια
ως και τα ράκη της ψυχής μπορούνε να ομορφήνουν...








Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Όταν τελείωσε ο μακρύς αιμάτινος ο δρόμος
λύθηκε ο όρκος ο βαρύς κι αμέσως δρόμο πήρα
και βρέθηκα στης θάλασσας το κρύο και την αρμύρα.
Όλα ήταν ίδια σαν και πριν μον' έλειπε ο τρόμος.

Γλάρος κανείς δε φαίνονταν ούτ' άστρο ούτε καράβι'
μόνος εγώ κι η θάλασσα και τ' αφρισμένο κύμα'
μόνος εγώ κι η θάλασσα και το κομμένο νήμα'
κι η γλώσσα μου της θάλασσας έτσι τα βάθη σκάβει:

Κάλλιο να θανατώνονταν στους κόλπους τους υγρούς σου
η πρωταρχή κάθε ζωής,όταν στα μαύρα βύθη
των άφωτών σου ωκεανών ν' ανθίσει εβουλήθη.
Τότε κι εσύ δε θά 'κουγες κατάρες απ' τους γιους σου,

μέσα σου αφού αγέννητοι θα κείτονταν αιώνια,
ούτε και θα κατάκαιγαν τη σκέψη τους εκείνοι
στων ιδεών το φλογερό κι ανάλγητο καμίνι
μόρια αφού θα 'μεναν νερού μες στα υγρά σου αλώνια.

Γύρισα! Με ξαπόστειλες στ' άγρια της γης τα πλάτη...
μου 'δωσες πόνο αντίς τροφή κι αντίς για πιόμα δάκρυ.
Και μ' έδιωξες. Εμέτρησα τη λύπη απ' άκρη σ' άκρη
πνοή χαράς γυρεύοντας που πάντα ήταν φευγάτη.

Το Ναι και τ' Όχι μέσα μου ολοζωής με καίγαν'
σαν τα θεριά παλεύανε, δε νίκαγε κανένα
μόνο μου ανταριάζανε το νου μου και τα φρένα.
Το αίμα τους επότιζε το Φόβο μου το Μέγα

και κείνος εμεγάλωνε ώσπου με σκέπασε όλον.
Νύχτες επέρασα άγρυπνος ψάχνοντας στο σκοτάδι
για του ηλιού τη φωταυγή και βρέθηκα στον Άδη
να με κεντούν οι μαχαιριές βασανιστών διαβόλων.

Και κάθε μέρα σ' έπινα και σ' έμπαζα εντός μου
λες για ν' αντέξω κι όλο αυτό το χάος να γνωρίσω.
Μα να 'μαι τώρα! Έκανα ό,τ' είπες κι ήρθα πίσω!
Και τώρα απάντηση σ' αυτό που σε ρωτάω δος μου.

Πες μου η Πρώτη εσύ Αρχή-η Αιτία εσύ η Πρώτη
πες μου εσύ κάθε ζωής πάνω στη γη γεννήτρα
ποιος έσπειρε το σπόρο του στη σκοτεινή σου μήτρα
κι έπλασ' εμάς τους άχαρους η άχαρή σου νιότη;

Ποιος τάχα σ' εξελόγιασε κι έχ' η ζωή αρχίσει;
Και ποιος γυμνούς μας πέταξε στο κρύο και στο χιόνι
να μας θερίζ' η Πεθυμιά κι ο Πόθος να μας λιώνει-
ποιος-πες μας-μας εμίσησε προτού να μας γεννήσει;

Ή εισ' εσύ του Σύμπαντος μια πόρνη σιχαμένη
και αγνοείς τα τέκνα σου ποιον έχουνε πατέρα-
πες μου λοιπόν ποιος όρισε να βλέπουνε τη μέρα
τα όντα και οι άνθρωποι που 'ναι από σε πλασμένοι;"

Και μία ήσυχη φωνή στο βόγγο μου απαντάει:
"Έλα και κοίτα στων θολών νερών μου τον καθρέφτη'
θα δεις τη σκιά σου πάνω του μ' ορμή και βια να πέφτει
και το είδωλό μου τ' άψυχο με λύσσα να φιλάει.

Εσύ ο αίτιος-εσύ- της μακρινής πορείας.
Εσύ Σποριάς, εσύ Γαμπρός, εσύ και Σπόρος Γέννας.
Εσύ και από σένανε άλλος ποτέ κανένας
στα βάθη της ανθρώπινης αέναης Ουτοπίας."









ΣΤΑ ΞΕΝΑ

Αγαπημένοι φίλοι μου για με μη βάζετ' 'εγνοια'
καλά περνώ στην ξενιτιά-πρόβλημα εδώ κανένα.
Εξέφυγα από τα μικρά κι από τα τιποτένια'
σας ξαναλέω: μη νοιάζεστε-μη σκέφτεστε για μένα.

Στο εργοστάσιο τ' ατσαλιού έχω σαράντα εργάτες.
Ό,τι διατάξω γίνεται. Με λογαριάζουν όλοι.
Έχω τους πλουσιότερους εμπόρους για πελάτες.
Είμαι γνωστός και σεβαστός σ' ολόκληρη την πόλη.

Τρία αυτοκίνητα κρατώ κι ένα έχω παραγγείλει
απ' τα μεγάλα κότερα για βόλτες στα πελάγη
(θα καίει δεκάξι τάλιρα σ' ένα μονάχα μίλι)
για να ξεφεύγω απ' της σκληρής ρουτίνας τα τενάγη.

Μες σε ντουλάπες δρύινες με ασημένια φύλλα-
για να ταιριάζουν μ' όλες μου τις ψυχικές διαθέσεις-
έχω κοστούμια αμέτρητα με χρώματα ποικίλα.
Ναι! Ζω μια ξέχωρη ζωή με πλούτο και ανέσεις.

Η μέρα σπρώχνετ' εύκολα' τη νύχτα κουρασμένος
κοιμάμαι αμέσως-αύριο πρόγραμμα ίδιο πάλι.
Γι αυτό σας λέω, προβλήματα δεν έχω-ορισμένως
εγλίτωσ' απ' το άσχημο που 'χα εκεί πέρα χάλι.

Όλα καλά. Μονάχα να...υπάρχουν κάτι βράδια-
καθώς αυτά τα βροχερά βράδια τα ρημαγμένα
που όπως τα ψάρια σπαρταρούν πιαστά στα παραγάδια
κι ο ταύρος ο δικέρατος πεσμένος στην αρένα,

έτσι εντός τους σπαρταρούν κάτι ψυχές θλιμμένες.
Κάτι βραδιές που τις βαθιές κουτάλες τους αρπάζουν
οι υπηρέτες του Θεού που πίσσα ειν' αλειμμένες,
με φόβο τις γεμίζουνε και μέσα τις αδειάζουν

στις θλιβερές έτσι ψυχές αυτών που ζουν στα ξένα.
Τέτοιες βραδιές που μέσα τους η ελπίδα δεν αντέχει-
τέτοιες βραδιές -πώς να την πει την πεθυμιά η πέννα…
να!...θα 'θελα να ήμουνα κοντά σας όταν βρέχει.









ΤΟ ΜΑΤΙ

Ένας καθρέφτης έχει μείνει
στην κάμαρά μου μέσα μόνο.
Μες στο γυαλί του αργοσβήνει-
χάνεται χρόνο με το χρόνο

και αφανίζεται η μορφή μου'
χτες που κοιτάχτηκα δεν είδα
παρά το μάτι το δεξί μου
ν' ανοιγοκλείνει σαν παγίδα

που κάτι τι ζητάει να πιάσει
μέσα στον κρύο τον καθρέφτη'
κι άλλο μη βρίσκοντας, με βιάση
μες στον καθρέφτη το ίδιο πέφτει.






ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ

Όταν μωρό σαν ήμουνα ορθάνοιξαν οι θύρες
των ουρανών, για να 'ρθουνε στο λίκνο μου οι Μοίρες,
να κείμαι οι σαίτες τους όρισαν οι εκηβόλες
έξω απ' όλες τις χαρές -μέσα στις λύπες όλες.

Κι όπως οι όνοι προτιμούν τ' αγκάθια αντί των κρίνων
έτσι πειθόμενος κι εγώ τοις ρήμασι τοις κείνων
μες στη ζωή χίλιες χαρές ορθάνοιχτες κι αν βρήκα
έμεινα έξω απ' τις χαρές και μες στις λύπες μπήκα.








ΔΕΣΜΙΟΣ

Στου δωματίου μου του ησύχου
την παγωμένη ερημία
δίχως ελπίδα πια καμία
δέσμιος κείμαι εγώ του στίχου.

Ως εδώ κάτω είμαι πεσμένος
κάτι μου κόβει την ανάσα
σαν το δωμάτιο να 'ναι κάσσα
και να 'μαι κιόλας πεθαμένος.

Όσες ζωής τρέμουν ελπίδες
όπου ο Χάρος χέρι απλώσει
τόσα φτερά έχουν φυτρώσει
πα' στις βαριές μου αλυσίδες.

Ως ακυβέρνητο καράβι
παιχνίδι γίνεται στο κύμα
έτσι μ' εμέ να παίζει η ρίμα
τ' άγριο παιχνίδι της δεν παύει.

Κι είμαι το σβήσιμο του ήχου
που κάνει σπώντας με μανία
της ποίησής μου η αγωνία
στην επιφάνεια κάθε τοίχου.






ΒΑΣΤΑΤΕ

Αχου! Βαστάτε ρεματιές-βαστάτε σεις ραχούλες!
Βαστάτε μονοπάτια μου και λυγεροκορφούλες.
Βαστάτε κατσικάκια μου ψηλοσκαρφαλωμένα
βαστάτε λίγο κι έρχομαι από τα μαύρα ξένα.

Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε αγαπημένοι!
Βάστα καρδιά μου άτυχη! Βάστα καρδιά καμμένη!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε φίλοι φτάνω!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι στον ένα χρόνο επάνω.

Αχ! Και θα έβρω τα γλυκά 'πογέματα του Απρίλη
αχ! και θα έβρω τα χρυσά κονέματα το δείλι
αχ! και θα βρω τα όμορφα βραδάκια στην ταβέρνα
κι οι φίλοι πάλι θα μου λεν: "κέρνα γιατρέ μου, κέρνα..."

Αχ! Θα 'βρω τις αξέχαστες πάλι νυχτιές του Ιούλη
που δίπλ' από 'να ολάνθιστο γιορτοντυμένο γιούλι
της Αφροδίτης θε ν' ακώ τη γνοιαστική φωνίτσα
που θα μαλώνει τρυφερά τα δυο της τα κορίτσα.

Άχου! Βαστάτε και θα 'ρθω-ένα χρονάκι ακόμα'
βάστα στιφή πατρίδα μου δροσιά πάνω στο χώμα
γιατί σα 'ρθω τόσο βαθιά κι άγρια θα το φιλήσω
που αν καφτερό μου το κρατάς-αλλί μου-θ' αρρωστήσω.

Βάστα ουρανέ του τόπου μου-νερό της θάλασσάς μου'
χρόνος ακόμα ένας εδώ και κιώνεται ο μπελάς μου
και πια σας έρχομαι-και πια κοντά σας θα 'μαι πάλι
και δε θα φύγω πια ποτέ ως τη ζωή την άλλη.

Βαστάτε ανθομύριστα χωράφια του Μαϊου
βαστάτε αρώματ' ακριβά του άοσμού μου βίου'
βαστάτε και σας έρχομαι-βαστάτε κι είμαι πίσω
βαστάτε και ξεκίνησα-βαστάτε-θα γυρίσω.

Βαστάτε ηλιογέρματα ερυθρά και θεία βράδια!
Βαστάτε και σας έρχονται τα μάτια μου τα ολάδεια.
Βαστάτε και πουλάκια μου τα κελαδίσματά σας
μην τα τελειώστε κι έρχομαι-φτάνω κι εγώ κοντά σας.

Κι αχ! Βάστα Χάρε μου κι εσύ-βάστα και μη με παίρνεις
το σκέλεθρό σου το κορμί πάνω μου μην το γέρνεις.
Αχ! Βάστα Χάρε μου καλέ κι εγώ θα σου χαρίσω
χαρούμενο ένα λείψανο λίγο ακόμη αν ζήσω










ΤΟΥ ΚΑΡΦΙΟΥ

Σαν τοίχος μοιάζω που ποτέ
πάνω του δεν κρατεί
τίποτε. Όλα φεύγουνε
γλιστρούνε από μένα
και πάνω πέφτουν στου απλωτού
πατώματος το χέρι
και κείνο άκοπα κρατεί
όσα από μένα φεύγουν
χωρίς τον κίνδυνο ποτέ
μακριά του να του πάνε.

Ενώ αν κάτι απ' αυτά
κι εγώ ποθήσω να 'χω
έστω μικρό κι ασήμαντο
με πόνους και με δάκρυα
πρέπει να το αποκτήσω
αφού θα πρέπει του καρφιού
τον πόνο τον αλύπητο
στα σπλάχνα μου να νιώσω.




ΣΤΗΝ CHARLEVILLE

Δούλευα βάψιμο στην Charleville
σ' ένα παλιό σπιτάκι που ανακαίνιζαν.

Την πρώτη μέρα είδα
στο φρέσκο το τσιμέντο πάνω μια γραφή:
"MARCIA LOVES BILLIE"-
γραφή χαρούμενη και βιαστική
κι η διπλανή τριανταφυλλιά την έπαιρνε
και λέγανε τα λουλουδένια χείλη:
"MARCIA LOVES BILLIE..
MARCIA LOVES BILLIE.."

Τη δεύτερην ημέρα μι αλλαγή-
και μ' επιμέλεια καμωμένη-
πάνω στο κρύο το τσιμέντο:
"MARCIA LOVED BILLIE"
εδιάβαζες.

Και η γραφή έμεν' εκεί
ασήκωτα πεσμένη
να την πατάν τα πόδια και να λεν
τα πετρωμένα χείλη:
"MARCIA LOVED BILLIE..
MARCIA LOVED BILLIE.."








Ο ΘΕΟΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ

Πριν πάω για ύπνο κάθε βράδυ
παιδάκια μου καλά
το μάγουλό μου ένα χάδι
γλυκά γλυκά φιλά.

Η βραδυνή ειν' η προσευχή σας
τ' όμορφο χάδι αυτό
που με καλεί κι εμέ μαζί σας
στον ύπνο ν' αφεθώ.

Και με ζεσταίνει ως μέσαθέ μου
αγνούλα μια φωνή:
"κοιμήσου ήσυχα Θεέ μου-
όλα καλά στη γη.."

Α! Το χαδάκι αυτό μικρά μου
το θέλω αληθινά'
αλλιώς-μεγάλη η μοναξιά μου
κι η νύχτα δεν περνά.

Λοιπόν σαν πάντα κάθε νύχτα
στο φίλο σας ψηλά
λέτε μικρή μια καληνύχτα
κι αυτός θα σας φυλά.




ΤΟ ΒΟΔΙ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ

Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μ' αξίωσες
να δω το γιο Σου.
Και αν δεν έχει το γλυκό το βόδινο
το πρόσωπό σου
και αν δεν έχει όπως περιμέναμε
τέσσερα πόδια
μα η ψυχή του ολόλευκη και πάναγνη
όπως στα βόδια.

Πολύ εσύ καλλίτερ' από μένανε
ξέρεις τι πρέπει.
Εσύ που η ματιά σου η φιλεύσπλαχνη
όλα τα βλέπει.
Και ξέρεις πως απάνω στο χωμάτινο
της γης το τόπι
τα πλάσματα που σωτηρία θέλουνε
είν' οι ανθρώποι.




Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ

"Εγώ!
Η πέτρα!
Η ταφόπετρα!
Φωτιάς δισέγγονο!
Βουνού αγγόνι!
Εργατιάς παιδί!

Εγώ!
Η αειπαγής!
Η δύσρηκτος!
Τ' ήταν αυτό που μου 'γινε;
Εγώ που ο σεισμός τρεις μέρες πριν ούτε που μ' έσεισε...
Εγώ που ως και το θάνατο τον φυλακίζω...
Εγώ!
Το σύνορο φωτός και σκότους!
Που δέκα ρωμαλέοι ρωμαίοι στρατιώτες
για να με σείσουν συνερύουν...
Ξάφνου,
κι ενώ εκλειούσα ένα Ναζωραίο
έτσι,
χωρίς να το θελήσω,
δίχως ν' αφεθώ,
βρέθηκα απ' το 'να μέρος στ' άλλο στη στιγμή,
αφήνοντας ολάνοιχτο τον τάφο.
Σα να 'μουν πούπουλο σου λέω...
ή σαν αέρας...κι ούτε..."








ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΜΑΣ


"Το Πάσχα μας..."

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι τ΄αρνιά κι η μαγειρίτσα;

Πού είναι τ' αυγοκούλουρα:
Πού το Χριστός ανέστη;

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι η Μεγάλη Τρίτη μας η Κασσιανή;
Πού η αυγοβαφού Μεγάλη Πέμπτη;

Χαθήκανε και πάνε όλα
και θυμώντας τα
την απουσία τους μόνο μεγαλώνουμε.

Πάνε τα Πάσχα μας.
Παρασκευές Μεγάλες έχουμε μονάχα
που και κείνες
τόσο τις συνηθίσαμε
που ως κι οι σταυροί δε μας πονάνε πια.

Το Πάσχα μας...Πού είναι το
με την Αγάπη και με το φιλί;..





Η ΓΙΟΡΤΗ

Μία τούρτα είν' αφημένη
στο τραπέζι το βαρύ.
Μία τούρτα μουχλιασμένη
που αναδίνει άθλιαν οσμή.

Μαύρο απόσβηστο κεράκι
στέκει πάνω του καθώς
απορφάνευτο παιδάκι
ή σαν ήλιος σκοτεινός.

Το δωμάτιο παγωμένο
και το σπίτι αδειανό
σαν καράβι κουρσεμένο
σ' ανοιχτόν ωκεανό.

Δν ακούγονται τραγούδια
και χαρούμενες φωνές
δεν προσφέρονται λουλούδια
κι ούτε λέει κανείς ευχές.

Μόνο, νύχτα, το φεγγάρι
κάτι σκιες δείχνει θαμπές
που αγκαλιάζονται ομάδι
και φιλιούνται μοναχές.

Μη σταθείτε οδοιπόροι-
μην ταράξτε ούτε στιγμή
τη σιωπή που στεφανώνει
την παράξενη γιορτή.








ΟΙ ΑΤΣΑΛΙΝΟΙ

Κερένια είμαστε λοιπόν αθύρματα ατσαλένιων
υπάρξεων' ανδρείκελα σε λίγων μεταξένιων
κλωστών τις άκρες άκοπα κι αχώριστα δεμένοι
με καθ' ελπίδα για φυγή εντός μας σκοτωμένη.

Ένα παιχνίδι θεατρικό οι ατσάλινοι έχουν στήσει
κοπαδιαστά μέσα σ' αυτό μας έχουν οδηγήσει
και κει αυτοί τα εύθραυστα κινώντας νήματά μας
ρυθμίζουνε τα λόγια μας και παν τα βήματά μας.

Και το παιχνίδι της φθοράς αρχίζει` μεθυσμένους
από χαρά μας θέλουνε; μας θέλουν λυπημένους;
Μας θέλουν να υποφέρουμε; ν' ασπαίρουμε; να κλαίμε;
κινούνε τις κλωστίτσες μας και θέλουμε ό,τι θε' νε.

Μας δίνουν αξιώματα, επαγγέλματα μοιράζουν
μας ρίχνουν, μας σηκώνουνε, διαθέσεις μας αλλάζουν
και στέλνουν κατεπάνω μας τα κύματα του τρόμου
σε κάθε βήμα του σαθρού κερένιου μας του δρόμου.

Και όταν πια χορτάσουνε το αστείο τους παιχνίδι
μας αποσπούν απ' του φρικτού θεάτρου το σανίδι
και με του ενός δαχτύλου τους ωθώντας μας τη ράγα
οριστικά μας ρίχνουνε στη φλόγα την παμφάγα.









ΕΝΤΟΙΧΙΣΜΕΝΟ ΤΡΑΓΙΚΟ

Μπροστά μου ο μέγας ο κριτής. Δεξά μου οι τρεις μου μοίρες.
Αριστερά μου ανθόκηπος. Η κόλασή μου πίσω.
ΚΡΙΤΗΣ (σ' εμέ): Απόφαση πριν βγάλω, πριν ορίσω
πού θα σε στείλω, λέγε μου-τι έδωσες-τι πήρες.

ΕΓΩ: Χαρά εδώρισα και πήρα πίσω πόνο.
Νομίσματα έδωσα χρυσά με ιδρώτα κερδισμένα,
κατάρες πήρα και βρισιές πως λίγα είχα δοσμένα.
Δάσος ολόκληρο έδωσα, ξερόν επήρα κλώνο.

ΚΡΙΤΗΣ: Πολλά εχάρισες και πήρες πίσω λίγα`
γι αυτό μες στον ανθόκηπο να ξαποστάσεις γείρε.
ΜΟΙΡΕΣ: Εμείς του ορίσαμε τι έδωσε-τι πήρε.
ΚΡΙΤΗΣ: Πολύ εβιάστηκα και να λαθέψω πήγα.

Λέγε...τι άλλο έδωσες...τι άλλο έχεις πάρει...
ΕΓΩ (ιδρώνοντας): Βραδιές πολλές έχω χαρίσει
σ' αγάπες ανθορόδινες και πίσω πήρα μίση.
Ήλιο λαμπρόν έδωσα εγώ κι αστέρια και φεγγάρι

και πήρα σκότος και νυχτιές-και πήρα καταιγίδες`
έδωσα το αίμα της καρδιάς και της ψυχής μου τ' άνθι-
πήρα λιωμένο σίδερο και λησμονιάς αγκάθι`
πουλιά γλυκόλαλα έδωσα και πήρα νυχτερίδες.

ΚΡΙΤΗΣ: Καλά δοσίματα. Σωστά θα σ' ανταμείψω-
άνθρωπε, ο ανθόκηπος να σε δεχτεί προσμένει.
ΜΟΙΡΕΣ: Εμείς του είχαμε όληνε ορισμένη
τη χάρη του δοσίματος-της πληρωμής του το ύψο`

ΚΡΙΤΗΣ: Τα θεία φρένα μου-ωιμέ- θα πάθαν βλάβη
και δε μετράω καθενός την εδική του πράξη
αλλ' αν πιστά εκτέλεσε ό, τι άλλοι έχουν διατάξει
(σ' εμέ)Τι άλλο-λέγε μου-έδωσες- έχεις πάρει;

ΕΓΩ(με τρόμο): Εχάρισα μαλάματα κι ασήμι
και πήρα βράχια-έρωτα και πήρα καταφρόνια`
ζεστό και άσπρο σκόρπισα και πήρα μαύρα χιόνια`
Αυτά επήρα κι έδωσα' δε φέρνει άλλο η μνήμη.

ΚΡΙΤΗΣ (στις μοίρες): Σεις κι αυτά του έχετε ορίσει;
ΜΟΙΡΕΣ: Και ό, τι του 'δωσαν και ό, τι έχει δώσει
οι τρεις μας του τ' ορίσαμε με τη σοφή μας γνώση.
ΚΡΙΤΗΣ (σ' εμέ): Άμε λοιπόν στην ίδια πάλι ζήση

κι όταν μονάχος κάποιανε πράξη θα κάνεις άλλη
έξω απ' αυτές που σου' χουνε οι μοίρες ορισμένες
τότε στου κήπου τις βραγιές θα μπεις τις ανθισμένες.
ΜΟΙΡΕΣ (η μια στην άλληνε): δικός μας είναι πάλι…











ΣΤΟ ΓΟΡΙΛΛΑ ΤΟΥ L.A. ZOO

Σύννους, μ' εμβρίθεια ως μ' εθώρεις
πήρα το βλέμμα μου μακριά-
όσα θωρώντας με μου ιστόρεις
μέσα στο πνεύμα μου βαθιά σπαθιά

που ως απ' το χώμα προς το χώμα
έρχονταν μες στην αντηλιά
μου λοιδωρούσε τ' όρθιο σώμα
και μου σταμάταγε τη νια μιλιά.

Κι έλαμπε πάνω στη λεπίδα
η σχέση η μόνη κι η σωστή:
μέσα στου κήπου την παγίδα
οι άνθρωποι είχαμε κλειστεί

και συ εμάς παρατηρούσες
κι όχι εσένα εγώ κι αυτοί
και συ το ύφος μας μετρούσες
πρόγονε.απόγονε, συμπορευτή.








ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος, την τιμή
και την ιστορία των αλβανών, πάνω
από το σαπισμένο, πολυκαιρινό
έπιπλο, όπου είναι βαλμένος,
φροντίζει. Το κεφάλι του-
αντίθετα απ' της Τεύτας-
προς την Ανατολή στρέφει,
μήπως πάλι κάποιοι από κει
κινήσουν να 'ρθουν.

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος.
Σε κάθε αλβανικό μέσα σπίτι.
Σαν ενθύμηση ακριβή.
Και σαν καθήκον.





ΓΡιΑ ΜΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Γριά με την τρεμάμενη μιλιά
και το ξερό και μαραμένο δέρμα
τι θέλεις το λουλούδι στα μαλλιά-
τι θέλει ο Αυγερινός στου ηλιού το γέρμα;

Στο στόμα σου φαντάσματα φιλιά`
τα μάτια σου σπηλιές του κάτω κόσμου`
γριά τι βάζεις τ' άνθος αγκαλιά
με τ' άχερα του κήπου σου του αόσμου;

Τ' άγια γριά μη δίνεις στα σκυλιά`
το άνθος που αμήχανο σ' αγγίζει
στης μνήμης άφησέ το τη φωλιά-
εκεί και θα ευωδά και θα στολίζει.








Η ΟΡΝΙΘΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Το βλέπω το μαχαίρι που κρατάς`
άνθρωπε σκότωσέ με να με φας`
το θάνατο αυτόν μου τον χρωστάς:

σκαλίζοντας κι εγώ μες στο κατώι
χορταίνω απ' το σκουλήκι που σε τρώει
κι απ' τη δροσάτη που λιπαίνεις χλόη.

Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά
το θάνατ' ο ένας τ' άλλου να πεινά!
Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά!.











ΔΟΞΑΖΩ

Οικτίρω αυτούς που σκύβουνε μ' ευλάβεια πάνω σ' ένα
σταυρό ξυλένιο που κρατά πάνω του καρφωμένα
τ' άσαρκα πόδια του Χριστού και τα ισχνά του χέρια.

Οικτίρω όσους ορκίζονται στα ερωτικά τους ταίρια.
Οικτίρω όσους αγγίζοντας στο χώμα τη μουσούδα
μετάνοιες κάνουν στον Αλλάχ ή στο γιγάντιο Βούδα.

Οικτίρω όσους τ' απάνθρωπο το χρήμα προσκυνάνε
κι όσους της δόξας τις κορφές να φτάσουνε ζητάνε.
Οικτίρω αυτούς που προσκυνούν, λατρεύουνε και υμνούνε


κάτι ανθρώπινο` ή αυτούς που τη ζωή περνούνε
προσφέροντας αρώματα ή λίβανον ή κνίσσαν
σε είδωλα που άνομων θνητών τα χέρια στήσαν.

Και τον υγιό της μάννας γης της άδολης δοξάζω
και τους θεούς όλους μεμιάς θυσία εμπρός του σφάζω`
και τον υγιό της μάννας γης τιμώ εγώ εκείνον

που αίνους στέλνει εκστατικούς στη μυρωδιά του σκίνου,
που προσκυνάει ένα μικρό του δρόμου πετραδάκι
κι ευλαβικά προσεύχεται στου κάμπου το ρυάκι.









Η ΓΚΙΟΣΣΑ

Αναμμένα κεριά
μέσα σε χρυσά κηροπήγια.
Πιάτα από κινέζικη πορσελάνη.
Ποτήρια κρύσταλλα Βοημίας.
Απαλή μουσική.
Φαγητό ελαφρό και ευαίσθητο.
Στις δίπλες του λαιμού της έλαμπαν χρυσά περιδέραια`
στα γεροντικά της χέρια δαχτυλίδια και μπρασλέ
αβάσταχτης αξίας.

"Τρία buildings έχω μόνο στο Λος Άντζελες".
Παύση.
"Έχω πολλά λεφτά αγαπητέ μου..
μα τα διαχειρίζομαι καλά
δεν τα πετώ τα λεφτά μου".

Πήγε προς το υπνοδωμάτιο.
Γύρισε.
"Να! ας πούμε αυτά τα χαρτιά
πενήντα χιλιάδες το ένα
δεν τα εξαργυρώνω-
ας βρίσκονται".


Μικρή σιωπή.
Νωχελικά:
"Δε θέλω να ενοχλώ κανέναν
Μα ούτε και να μ' ενοχλούνε
Δε μ' αφήνουν ήσυχη όμως.
Όλο μου ζητούν".

Με νόημα:
"Μα εγώ δίνω μόνο εκεί που θέλω...
με καταλαβαίνετε;"
Με νάζι:
"Δε μου μιλάτε-
δε σας αγαπώ..."

Εκείνος μέχρι τώρα
έμενε ακίνητος και σκεφτικός
σκυφτός επάνω στην καρέκλα.
Με ύφος επίσημο σηκώθηκε
κι ευγενικά και σοβαρά είπε:
"Απαρατάτε με γριά γκιόσσα".

Και βγήκε δίχως να κοιτάξει πίσω του.








ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Πρέπει οι λέξεις να είναι μετρημένες
θάρρος να μη δίνουν πολύ στον πλησίον
οι εικόνες μέσα τους πρέπει να είναι κρυμμένες
όπως στο απόστημα είναι το πύον.

Αχ! Ό, τι αισθανόμαστε δεν πρέπει να λέμε
μπορεί ο πλησίον να παρανοήσει`
αντί να γελάμε πρέπει να κλαίμε
αν αυτό η παρέα της στιγμής απαιτήσει.

Δεν πρέπει ν' αγκαλιάσουμε την Ιουλία
κι ας έχουμε χρόνια πολλά να τη δούμε`
να βάλουμε πρόωρα πρέπει τελεία
στην πρόταση που είχαμε σχεδιάσει να πούμε.

Ω! Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε λεπτές συζητήσεις
γιατ' ίσως πληγεί ο πλησίον καιρίως`
δεν πρέπει ν' ανοίγουμε τις καρδιές μας επίσης
ούτε όταν μιλάμε εναερίως.

Ας φεύγει ο πλησίον με γρήγορα βήματα
ας κλείνουν επάνω μας σαν τάφοι τα κύματα
τα λόγια μας πρέπει να κρύβουν τα αισθήματα
πρέπει-αχ πρέπει-να τηρηθούν τα προσχήματα.









FLAMINGOS

Κυρίες καλαίσθητες και καλαμένιες
ψηλές, μακρύλαιμες, δίχως έγνοιες
περνάνε τα flamingos τη ζωή τους
χωμένα στην ανία και στη σιωπή τους.

Γεννήσεις γίνονται, βαφτίσια, γάμοι,
και σ' όλα μάρτυρας το ποτάμι
που σέρνει τα ολοκάθαρα νερά του
απ' τ' άσπρο φτέρωμά τους από κάτου.

Ωραίες κυρίες μου ας ήταν να 'χα
μιαν ώρα ανέγνοια-μία μονάχα
απ' όσες ο πανάγιος έχει δώσει
σε σας με τη σοφία του την τόση.









Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΤΟΥ ΦΥΤΑΛΗ

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
όπως τον έκανε ο Φυτάλης:
Καλόν, ολύμπιον, άλκιμόν τε.
Έτσι τον θέλαμε.

Να βλέπει όχι στα καράβια
κι ούτε δαυλό στο χέρι να κρατεί
αλλά ψηλά και μακριά να βλέπει
και με μιαν άλληνε φωτιά
όχι τους τούρκους μα τα πνεύματα να φλέγει.

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
μια σερνικήν Ελλάδα.









Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ

Αγγελική Αγγελική
Μια συννεφιά έχεις εκεί
στη μέση του μυαλού σου
κι οι σκέψεις σου είναι σκοτεινές
κι ας πέμπει ακτίνες λαμπερές
ο ήλιος τ' ουρανού σου.

Αγγελική Αγγελική
όμορφη να 'σαι δεν μπορείς
με τέτοιο που 'χεις σώμα
μα η ομορφιά που 'χ' η ψυχή
κανείς κουρέλια κι αν ντυθεί
λάμπει και τότε ακόμα.

Λάμπει κι ανθίζει και φωτά
χωρίς αυτή να σε ρωτά
ή εσύ να την προσέχεις `
Η ομορφιά η σπάνια αυτή
Αγγελική, είν' η ανθρωπιά-
κι ούτε κι αυτή την έχεις.







ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ

Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού
θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.

Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού.

Πρέπει να είναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.

--------------------------------